ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

«Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια αποστολή, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι αυτή. Μην κάνεις το λάθος να ψάξεις να βρεις το μονοπάτι σου, διαβαίνοντας τα μονοπάτια άλλων ανθρώπων…».

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Ο ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΣΕ ΠΟΙΗΣΗ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

Αναρτήθηκε από ΕΛΕΝΗ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ στις 9:22 π.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Σχόλια ανάρτησης (Atom)

ΤΟ ΧΑΔΙ

Ας ήταν να 'ρχονταν το χάδι σαν ευχή
Όπως η μάνα, όταν το βρέφος νανουρίζει
Ας ήταν να 'μουνα απ' όλα ένα παιδί
Και να 'χα πάντα ένα παιχνίδι να γυαλίζει.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ

Δεν έχω λόγια να μετράω τις στιγμές
Μονάχα πέτρες που τις ρίχνω σε ποτάμια
Απο τις μαύρες σαν περνάω αγκαλιές
Λευκά σεντόνια μού τυλίγουνε τα βράδια

Μα, όσα κι αν ρίξω πετραδάκια στο βυθό
Και από τον θάνατο, ασάλευτος θα μένει
Τότε στις λέξεις επιστρέφω για να βρω
Αυτόν τον ήχο που το Αιώνιο θα φέρει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ

Θέλω στον ύπνο σου δειλά
Με νανουρίσματα γλυκά να σε κοιμίσω
Χάντρα γαλάζια να φορείς
Και με αστέρια τα μαλλιά σου να στολίσω

Ν’ ανοίξεις, θέλω, μια στιγμή, τα βλέφαρά σου
Και τα χείλη να μου δώσεις
Να στα γεμίσω με φιλιά
Και σαν αγέρι, μ’ ένα χάδι, να με νιώσεις

Γλυκιά μου, αγάπη, καληνύχτα
Μη νυχτώσεις …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Φόρεσες ρούχα την αυγή
Κι όταν ξημέρωσε καλά, πήρες το δρόμο
Κοφτό το βήμα στη ζωή
Στο σταυροδρόμι του φονιά, βρήκες τον πόνο

Σε κείνον είπες πως μπορείς
Και με το κρύο, οδοιπόρος να προφτάσεις
Τον χρόνο που ‘στησε χορό
Μ’ ένα καμάκι, το θεριό του να δαμάσεις

Όμως, το χιόνι το παχύ
Σκέπασε λίμνες και βουνά, κι ήταν γραμμένο
Να σου ματώσει την καρδιά
Σαν με το χέρι σου το κράτησες βρεγμένο

Τώρα γυρνάς μεσ’ τα στενά
Στις συμπληγάδες τ’ όνειρό σου τσαλακώνεις
Σίδερο που ‘πιασε σκουριά
Παίρνεις τον ήλιο αγκαλιά και μερακλώνεις.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Είπες: ΄΄Μιλάω στο Θεό κι Εκείνος … στη σιωπή του΄΄
Θαρρείς πως έχεις την καρδιά ν’ ακούσεις τη φωνή Του!
Και παραβρέθηκες στο φως, και πάλι στα σκοτάδια
Δεν αντηχήσαν οι λαλιές στα χίλια χτυποκάρδια

Μα, σαν σιώπασες κι εσύ … Να σου αστράφτει κάτι!
Δεν είν’ παράκρουση του νου, μα κίνηση από κάτι …
Ορθώνεται στο θυμικό, στην αγκαλιά του γέρνει
Κάνει να βγει με το στανιό, μα, όμως, παραδέρνει

Τότε … Μια σπίθα από εξαρχής, που κρύβονταν στα χρόνια
Ανάβει μέσα σου φωτιές, φωτίζοντας τ’ αλώνια
Μαρμαρωμένος Βασιλιάς το χέρι Του σου απλώνει
Και μοιάζει να κυλάει η ζωή, σαν ‘να λευκό σεντόνι …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΗΜΑΔΙ

Σημάδι απ’ όλα μυστικό
Πιο μπορετό για μένα
Στον πηγαιμό, τον ερχομό
Τις νήσους και τα ξένα

Ταξίδεψα στις αντοχές
Κει που πετάνε οι γλάροι
Αρνήθηκα το σ’ αγαπώ
Σε αδειανό φεγγάρι

Συ ήρθες κι άναψες φωτιές
Του Αι Γιάννη ίσως
Θαρρείς να φλέγεται η καρδιά
Στης μοναξιάς το μίσος

Σημάδι απ’ όλα μυστικό
Στο ριζικό μου, γκρίζο
Μα στο ταξίδι της αρχής
Το τέλος δεν ορίζω.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΗΜΕΡΑ!

Σήμερα! Σήμερα!
Κι αύριο μην πεις πως δεν υπάρχει
Το μέλλον μετεωρίζεται διάπειρο
Σαν τρένο που κι αν έφυγε, θε να’ρθει

Σήμερα! Σήμερα!
Μεθύσαμε τον χρόνο στο κελί μας
Τα όνειρα μ’ αστέρια τα φωτίσαμε
Αηδόνι κελαηδάει στην αυλή μας

Σήμερα! Σήμερα!
Το χθες πιο κοφτερό κι από μαχαίρι
Τη γόπα μας στο χώμα την πετάξαμε
Και πιάσαμε τον ήλιο από το χέρι.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΘΕΟΙ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Απ’ τη ζωή, απ’ τις ζωές
Που ζουν θεοί κι ανθρώποι
Τα σφάλματά τους, φυλαχτά
Κι ο νους τους, άλλοι τόποι

Σαν φτάσουνε στον προορισμό
Γυρίζουνε και πάνε
Κάνουν να σβήσουν το θεριό
Μα, πάντα, το φυλάνε

Φουντώνουν κάποτε οι καιροί
Κι οι διαδρομές προφταίνουν
Τον μαραμένο τον ανθό
Ν’ αγγίξουν και πεθαίνουν

Αυτή η στιγμή, χίλιες ζωές
Σαν κοροϊδία μοιάζει
Μα, της καρδιάς το μυστικό
Μπορεί και να σου μοιάζει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ

Τουλάχιστον ήσουν κι εσύ
Δεν ήμουνα μονάχη
Αντικριστά μια προσευχή
Κι ενός λυγμού το δάκρυ

Τουλάχιστον πήρες φωτιά
Κι εγώ καπνός τσιγάρου
Στις φλόγες κάηκε η καρδιά
Στο άχτι ενός κουρσάρου


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΡΓΑ

Άσε που τώρα είναι αργά
Το λεν και τα ρολόγια
Εκείνο εκεί πολύ ψηλά
Το άλλο στα κατώγια

Άσε που τώρα είναι αργά
Κι ο σταθμός ρημώνει
Όπως θα πέσει η παγωνιά
Κανείς δεν θα σιμώνει

Άσε που τώρα είναι αργά
Να, και το φως του φάρου
Αναβοσβήνει στα λεπτά
Αντίλαλος του χάρου

Άσε που τώρα είναι αργά
Κοιμήσου … Περασμένα …
Τα ξεχασμένα της νυχτιάς
Με όνειρα μπλεγμένα.


Ελένη Σεμερτζίδου


ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ;

Πώς είναι μιας τρελής γενιάς
Κι ενός αγγέλου ποίημα
Μετέωρο το παρελθόν
Και άδικο το βήμα;

Πώς είναι στα ψηλά να ζεις
Φτωχά να σεργιανίζεις
Να ορέγεσαι το πιο γλυκό
Πικρά να το ορίζεις;

Πώς είναι κει που λες ΄΄Ζωή΄΄
Τον θάνατο να δείχνεις
Σε ίσιο δρόμο να πατείς
Στο έγκλημα να πίπτεις;

Πώς είναι μία το πρωί
Και άλλη μια τη νύχτα
Να ‘χεις στην πλώρη την καρδιά
Και να κυλιέσαι πρίμα;


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Κι αν είναι φως ο ηθοποιός
Και σε σκοινί ο σχοινοβάτης περπατεί
Κάλεσε τ’ άστρα να σου πουν το παραμύθι της ζωής
Αυτό που κείνη τη νυχτιά, μ’ ενός λαμπρού αυγερινού την ευμορφιά, συνομιλούσε
Και σαν απόκαμε απ’ τις τόσες διαδρομές, άλλης αυγής το ριζικό αναπολούσε.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΓΑΠΗ

Και μοιάζει η αγάπη σαν γραμμόφωνο
Παλιό τραγούδι λύπης, ξεχασμένο
Σαράντα δυο στροφές γυρνάει στο άπειρο
Στα χείλη μένει, πάντα, πικραμένο.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΠΛΟΙΟ

Να ταιριάξουμε του πλοίου τα κατάρτια, τα κουπιά
Ένας ναύτης, κρεμασμένος, το πανί να κουμαντάρει
Απ’ τα βράχια και τις ξέρες, να τραβιέται στ’ ανοιχτά
Κι όταν ήλιος ανατέλλει, πιο μακριά να τ’ οδηγάει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΥΓΡΗ ΑΝΑΣΑ

Σαν πέσει η νύχτα, και στο αυτί σου υγρή ανάσα σού ψιθυρίσει …
Τι να τα κάνεις ανέμου λόγια! Πώς σε πληγώνουν μεσ’ τη νυχτιά!
Ψάξε στα ερείπια, τότε, να φέρεις παλαιών ζωών σου τις αναμνήσεις
Πάνω στη πέτρα, τη λαξευμένη, και στην ασπίδα, φεγγοβολιά
Ας είναι ο πόνος … Αλίμονό μας!
Δεν είναι που ‘ρθες, αλλά που φεύγεις
Τόσο κοντά μου … Πιο μακριά …

Έλα κι απόψε … Υγρή ανάσα … Να μου θυμίσεις μιαν εποχή …
Όλα γελούσαν! Όλα πετούσαν! Σαν χώμα μαύρο, η προσμονή …
Ας είναι η θλίψη … Αλίμονό μας!
Κι η μοναξιά μας … Πιο θεϊκή

Ελένη Σεμερτζίδου

ΘΕΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

΄΄Σελήνη, κυανόχρωμη κι ασημοφορεμένη
Κρύψου! Κρύψου για εκείνον που σ’ αντίκρισε
κι, όμως, δεν σε είδε!
Άρτεμις, γοργοπόδαρη και τοξοφορεμένη
Τα βέλη σου μην σπαταλάς
για όποιον δεν σε θέλει!
Εκάτη, βγες από τη γη και σύρε τον χορό σου!
Στον ύπνο, έλα, του θνητού να πεις το μυστικό σου.
Κι αν, μεσ’ τη νύχτα, ουρλιαχτό από σκυλιά ακούσει
Τον ερχομό σου να μην δει, γιατί θα μετανιώσει!΄΄ …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ

Κοντά μου κάθισε, στα γόνατα σιμά
Στα δυο σου χέρια ζουν ξανά οι αναμνήσεις
Κι ας λες πως χάθηκαν στα χρόνια τα παλιά
Στο σπίτι μπήκαν απ’ το φως σαν αντηχήσεις

Έλα και κάθισε. Ετοίμασα καφέ
Μπορεί στο άγγιγμα μια φλέβα να χτυπήσει
Ζεστό το αίμα τρεμοπαίζει στην καρδιά
Κι εκείνη μοιάζει με κερί που πάει να σβήσει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΧ, ΜΑΪΣΤΡΑΛΙ!

Αχ, μαϊστράλι! Δεν μου μίλησες ποτέ!
Πόσο ψηλά πετούν τα όνειρα τη νύχτα!
Δεν μου είπες τίποτα γι’ αυτά τα μυστικά
Που σε καλούνε να παλέψεις μ’ ένα κύμα.

Αχ, μαϊστράλι! Φέρε την αύρα ενός φιλιού!
Του γιασεμιού μοσχοβολιά κι ανατριχίλα!
Είναι οι νεκροί που τραγουδούν στη σιγαλιά
Κι οι ζωντανοί που αναστενάζουν μεσ’ το κρίμα.

Ελένη Σεμερτζίδου

Μ' ΕΝΑ ΣΟΥ ΧΑΔΙ

Μ’ ένα σου χάδι πήραν φως μι’ αστροφεγγιά
Λόγια που μοιάζουν με φωτάκια σε βαπόρι
Είναι από ώρα που πετάξαν τα πουλιά
Ναύτης γυρίζει του ανέμου το τιμόνι

Σάμπως να ξέφυγε μαζί τους κι η καρδιά
Η νύχτα έγειρε στου ονείρου της το λίκνο
Στην αγκαλιά σου, πια, παλεύω στ’ ανοιχτά
Δυόσμο στα χέρια σου να βάλω κι ένα κρίνο.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ, ΚΟΡΙΤΣΙ

Τώρα που ήρθες στη ζωή
Του αγγέλου σου το χέρι
Κράτα το ακόμη πιο σφιχτά
Στη στράτα και τ’ αγέρι

Ξυπνάει ο ήλιος, το πρωί
Τη δύση, αποκοιμιέται
Τ’ αστέρια σπέρνουν σ’ ουρανούς
Ό,τι η καρδιά γρικιέται

Κι εσύ, προχώρα θαρρετά
Του μεταξιού, κορίτσι
Στη βελουδένια σου πνοή
Πεθαίνει κάθε πλήξη

Όλα του χρόνου, ικανά
Ν’ ακούσουν και να δούνε
Μ’ αν τ’ ανταμώσεις με ψυχή
Μπορεί και να κρυφτούνε

Τότε … Χαμήλωσε το φως
Καντήλι να ανάψεις
Σκύψε στη γη, μια Κυριακή
Τον θησαυρό να ψάξεις.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΛΑ!

Έλα! Έλα σε μένα, το μπορείς!
Αυτό το όνειρο δεν πέθανε ακόμη!
Μην μπεις σε κείνο τ’ άδειο τρένο της γραμμής
Βαπόρι γκρίζο μην σε πάρει, σαν το χιόνι

Έλα! Έλα! Ξημέρωσε γλυκά! Η χαραυγή!
Η άγια μέρα! Χελιδόνι κελαηδάει!
Λευκή, ουράνια κι αγέρωχη ψυχή
Αυτή που δένει την καρδιά με μια ανεμώνη.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ

Ας ήταν να μου πεις ένα τραγούδι πιο πικρό
Κι από τον χωρισμό που κλείνει δρόμους της αγάπης
Στους στίχους, στο ρεφραίν, στον αδιάκοπο ρυθμό
Θα νόμιζα ο ήλιος πως μου φέρθηκε σαν ψεύτης

Πόσες φορές το άμοιρο μυαλό στριφογυρνά
Ξεχνιέται και εσένα βλέπει πάλι στον καθρέφτη
Σαν κρύσταλλο που σπάει σε κομμάτια κοφτερά
Το είδωλό σου θέλει να το κρύψει σαν τον κλέφτη.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΑ ΣΚΑΛΙΑ

Θα κάτσω στα σκαλιά της μοναξιάς σου και θα πω
Εκείνο το τραγούδι που μιλάει για φεγγάρια
Θα γείρω το κορμί μου ν’ απαγκιάσει στο κενό
Τον ήχο της φωνής σου να ξεχνάω μεσ’ τα άστρα

Κι αν κάνεις και φανείς σ’ αποστροφή του κεφαλιού
Τα χέρια μου θα ανοίξω για ν’ αγγίξω τη μορφή σου
Στους χτύπους της καρδιάς σου και σε σκοτεινό ουρανό
Το φως θ’ αναζητήσω στα φιλιά, την αγκαλιά σου.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΞΕΧΑΣΤΕ

Ξεχάστε την επαύριον, να ζήσετε το τώρα
Στου χρόνου τα διαβήματα, κρατείστε εσείς τα δώρα
Η μέρα γρήγορα περνά και έρχεται το βράδυ
Αλλά η ψυχή καρδιοχτυπά, μακριά από τον Άδη

Απ’ όλα, βρείτε τα κλειδιά ν’ ανοίξετε τις θύρες
Να μπουν πουλιά αλαργινά που μπλέχτηκαν με μοίρες
Τότε το χέρι δώστε τους, τροφή απ’ την καρδιά σας
Ταΐστε τα με όνειρα κι αγάπη στη φωλιά σας.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΣΤΕΝΩΠΟ ΔΡΟΜΑΚΙ

Δεν μάθαμε στον ίσιο να βαδίζουμε το δρόμο
Συνήθεια ήτανε παλιά το στενωπό δρομάκι
Στις ανθισμένες λεμονιές, στεκόμασταν στην άκρη
Μοσχοβολιά της άνοιξης κυλώντας μ’ ένα δάκρυ

Δεν μάθαμε στον ίσιο να βαδίζουμε το δρόμο
Ριγμένα φύλλα καταγής σκεπάσανε το χώμα
Απέμειναν τα ίχνη μας να δείχνουνε την ώρα
Ο ήλιος όταν κρύβεται και χάνεται το τώρα.


Ελένη Σεμερτζίδου



ΑΝΙΕΡΑ

Ανίερα! Ανίερα!
Λερώθηκε το βήμα
Στο πρώτο πάνω το σκαλί
Σου ξέφυγε το ποίημα

Ανίερα! Ανίερα!
Δεν βρήκες τη μιλιά σου
Έχασες κείνο το ΄΄γιατί΄΄
Που ήθελε η γενιά σου

Ανίερα! Ανίερα!
Ο λόγος πια δεν βγαίνει
Έχει μουτζούρες το χαρτί
Φωνή διακεκομμένη

Ανίερα! Ανίερα!
Κοιτάς και σε κοιτούνε
Στο περιθώριο του νου
Οι έννοιες ξεψυχούνε.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΥΝΤΡΟΦΕ

Άσε το νήμα της κλωστής λαβύρινθο ν’ αδράξει
Να ξετρυπώσει την αυγή ό,τι είναι να πετάξει
Πάρε μυστρί και μιαν ουγγιά, και φίλησε το χώμα
Σκάψε βαθιά πέτρα τραχιά και λάξευσε τα χρόνια

Σύντροφε! Σύντροφε!
Έχε γεια!
Στον ήλιο και την μπόρα.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕΣ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ;

Πώς έφτασες τόσο νωρίς;
Η γάτα νιαουρίζει
Παραπονιάρικο σκοπό
Και χάδια σού χαρίζει

Πώς έφτασες τόσο νωρίς;
Δεν σκόνταψες στο δρόμο;
Δεν πιάστηκες στη κίνηση;
Δεν βρήκες τροχονόμο;

Πώς έφτασες τόσο νωρίς;
Την πόρτα σού ανοίγω
Στρώνω χαλί για να πατείς
Αγκάλη να σου δίνω

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ας κρατήσουμε τον ήλιο σ’ ένα ύψος, πιο ψηλά
Από κείνο που το μπόι φανερώνει αρχοντιά
Ας κρατήσουμε τον ήλιο δύο πόντους παρακεί
Απ’ τη μοίρα των ανθρώπων που τη βρίσκουμε πικρή

Ας κρατήσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τα ψηλά βουνά
Στο διάφανο το φως του να υφαίνονται φτερά
Ας κρατήσουμε τον ήλιο στα ποτάμια, τις καρδιές
Στο νερό και μέσ’ το αίμα ν’ ανασταίνεται το χθες

Ας κρατήσουμε τον ήλιο στων παιδιών τις μυρωδιές
Όταν ψάχνουν στα σκουπίδια, ν’ αντικρίζουν πασχαλιές
Ας κρατήσουμε τον ήλιο πιο σφιχτά, πιο δυνατά
Στην οδό των Αθανάτων να φωτίζεται η νυχτιά.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Το θέμα, μεσ’ το θέαμα, και της γιορτής η αιτία!
Το τζάμι ανοίγεις για να δεις, θαμπώνει κι η ουσία!
Τραβολογιέται το ξερό, με του χλωρού τα κέφια
Στο πανηγύρι της γυφτιάς, καήκανε τα ντέφια!

Αρπάξαν όλοι ένα κλαρί, κλαρίνο και φυσούνε!
Να διώξουν θέλουν τους καημούς, κρασί και τους κερνούνε
Ενεφανίσθη μια γριά στης κόρης της το πλάι
Για ποιον γαμπρό, για ποια καρδιά να την ξεπροβοδάει;

Είπε και κείνη η καψερή τη νιότη της ν’ ανθίσει!
Στο πανηγύρι της γυφτιάς, μ’ ασήμι να την ντύσει!
Μα, η γριά, στο κέρασμα, τα βήματά της σέρνει
Δεν είναι η νιότη να γλεντά, με ό,τι παραδέρνει!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΙ ΜΑΧΕΣ

Οι μάχες που θελήσανε στο γόνα να σου δείξουνε



Με τους καλούς και τους κακούς σφοδρά να πολεμούνε



Ήταν οι μάσκες που οι μέτριοι στο ξύπνιο τους φορέσανε



Και τις εβγάζουν, με κοντόξυλα, σαν λεν πως πολεμούνε.







Ελένη Σεμερτζίδου



ΜΙΚΡΟ ΠΟΥΛΑΚΙ

Μικρό πουλάκι, στο κλουβί του, τ’ αγναντεύει
Του δίνει ψίχουλα, κι αυτό χαμογελά
Έχει αφέντη που μπορεί και περιμένει
Πώς θα ‘ρθει η ώρα που θ’ απλώσουν τα φτερά

Τότε, θ’ ανοίξει την πορτούλα, με καμάρι
Θα τιθασεύσει έναν αντάρτικο λυγμό
Μεσ’ την παλάμη του, το μήνυμα θα φέρει
Πως μια ψυχούλα βρήκε λεύτερο ουρανό.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στο τέλος …
Στο τέλος, πάλι, θα ζητήσεις μια αρχή
Θα πεις:

«Δεν ήπια όσο ήθελα να πιω
»Ούτε και κάθισα στο ζηλευτό τραπέζι
»Τα πόδια μου δεν χόρεψαν λεβέντικο χορό
»Κι έμεινα, στης νύχτας μου, να καίω μεσ’ τη ζέση»

Στο τέλος …
Στο τέλος, πάλι, θα ζητήσεις μια αρχή
Θα πεις:

«Ας πιω απ’ τη χρυσή μου τη κανάτα
»Λαβαστρινό τραπέζι από τον παλιό καιρό
»Χορό να σύρω περιμένω μεσ’ τα νιάτα».

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Περιμένω … Λευκό μαντήλι, στο ‘να χέρι μου, κρατάω
Τον κρύο ιδρώτα σου, πώς θέλω να σκουπίσω!
Κι αυτά τα χείλη, τα στεγνά, να σου δροσίσω
Με μωβ λεβάντες, το κορμί σου να το ντύσω

Περιμένω … Γλυκό ψωμί και μιαν ευχή μου να σου δώσω
Ζεστό στρωσίδι, κει που πέφτεις, να απλώσω
Στον αργαλειό να σου υφάνω έναν ήλιο
Σαν σε θωρώ, να ‘χω τον πόνο μου για φίλο.

Ελένη Σεμερτζίδου

Ο ΜΥΘΟΣ

Απ’ όλα τα σοφά ρητά, στα μήκη και τα πλάτη
Είναι ένας μύθος που θα πω, με περισσή αγάπη
Λέει πως: ΄΄ήλιος σαν κρυφτεί, στης σκοτεινιάς το δείλι
Πάλι το φως του θα φανεί, τρεμάμενο καντήλι΄΄

Ακούει ο κόσμος κι απορεί:
«Μα, μύθος τούτο λέει;
»Υπάρχει απόδειξη τρανή!
»Η φύση αντιλέει!»

»Γδικιέται χώρες και χωριά, στερώντας τους το φως τους
»Και μοιάζει ο ήλιος να μην ζει ανάμεσα στο βιος τους
»Τις λένε ΄΄Χώρες του Βορρά΄΄, δεν πρόκειται για ψέμα
»Η σκοτεινιά τους είναι εκεί, μοναδική αφέντρα!

»Οι άνθρωποι που κατοικούν, κάνουν τη νύχτα μέρα
»Ό,τι στο φως δεν επιζεί, το δίνουν στην εσπέρα
Κι είναι ο χρόνος τους κενός, χωρίς ηλίου χάδι
Μια νύχτα ο αναστεναγμός, μια νύχτα και μια πλάνη!»
[……]

Όμως … Τα πράγματα γυρνούν στην πρώτη την Αρχή τους
Κι όταν μ’ αστέρια ομιλούν, αλλάζει κι η μορφή τους
Τότε ο μύθος ξαναζεί, μεσ’ της καρδιάς τα βάθη
΄΄Σαν πέσει, λέει, ένας θεός, λυτρώνονται τα πάθη΄΄

Τον μύθο τούτο ήθελα να σας τον φανερώσω
Ν’ ανοίξω πόρτες και να μπω, τα χέρια να υψώσω
Στον σκοτεινό σας ουρανό, να βάλω ένα σημάδι
Να ‘ναι μικρό, μα και λαμπρό, σαν έρχεται το βράδι.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΝ ΕΙΝ' ΤΑ ΛΟΓΙΑ

Δεν είν’ τα λόγια πιο σκληρά και απ’ τους κανόνες;
Στις παρυφές, εκεί του νου, όπου πατούν
Δεν αντικρίζουν του ορίζοντα τα πάθη
Και σε παρίες της καρδιάς ακροβατούν

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΩΡΑ

Πάνω στην ώρα μπήκε στο σπίτι
Μέσα στο τζάκι, η πυροστιά
Μια θαλπωρή γλιστράει στους τοίχους
Σμύρνα μυρίζει η ανασαιμιά

Από την πόρτα φεγγοβολάει
Το μυρωμένο λιγνό κερί
Την Άγια μέρα μπήκε στο σπίτι
Μ’ ένα καλάθι κι ένα μυστρί

Στην πέτρα, λάσπη και άχυρο ρίχνει
Να ‘ν το σκυρόδεμα πιο κραταιό
Πάνω στην ώρα μπήκε στο σπίτι
Χτίζει έναν κόσμο, μ’ έναν Θεό.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ

Είναι τα μάτια σου φεγγάρι αναμμένο
Και τα μαλλιά σου ανθισμένη αμυγδαλιά
Μια περιουσία είν’ τα χείλη που προσμένω
Να μου χαρίσουν τα πιο όμορφα φιλιά

Στην αγκαλιά σου βγαίνει ο ήλιος και το δείλι
Χελιδονάκι που κουρνιάζει στη φωλιά
Τραγούδι λέει για μι’ αγάπη του Απρίλη
Που, σαν το Πάσχα, ανασταίνει την καρδιά.

Για μια αγάπη! Για μια αγάπη! Όλα λάμπουν!
Στο μετερίζι! Και στο ξωκλήσι! Στην αμμουδιά!
Δεν είν’ ο χρόνος, μα ό,τι ορίζει!
Άνεμος παίρνει και ξαναφέρνει λευκά πουλιά!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ

Σαν να ‘μουν σίγουρη πως, λίγο πριν, που κοίταξα Στο βράχο τους τα είδα που στεκόταν Το πέταγμα στους ουρανούς, τους μακρινούς, θαρρείς κι αντιστεκόταν Τα μάτια μου, σαν έστρεψα και λίγο πριν τα πάρω Στη ζεστασιά του δειλινού, τα είδα να τα χάνω. Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΑΠΟΒΑΘΡΑ

Να! Το πλοίο, ξεφυσώντας τους καπνούς του ταξιδιού του Στο λιμάνι αραγμένο, τα νερά του, δες! Ξεβράζει! Ήρθε η νύχτα και το πλήρωμα, δειλά, αναστενάζει Πόσοι είναι οι καημοί του, τους μετρά και αραδιάζει Τσόχα πράσινη, στρωμένη, στο τραπέζι τεντωμένη Το χαρτί το ποθητό, και το μελλούμενο να φέρει Και πιο πέρα τα λαμπιόνια, και η ρόδα να γυρίζει Στην πολύπαθη αποβάθρα, το φεγγάρι σε ζαλίζει Ναύτης βγήκε απ’ τ’ ασκέρι, κείθε-δώθε γυροφέρνει Αχ! Η νύχτα δεν περνάει, και η θάλασσα αντέχει Τα μεράκια και τις πίκρες των ψυχών να διαφεντεύει Στην πολύπαθη αποβάθρα, η ζωή ν’ αργοπεθαίνει. Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ

Αναδιπλώθηκαν οι άκρες και μπήκανε στο μέσον Απ’ όλες τις ανάγκες μας, μας έμεινε το μέσο Και πήραμε το δρόμο μας, με ίσκιο από απάτη Η άλλη άκρη να βρεθεί, με πλοίο την απάτη Τα χρόνια μας, τα σπάσαμε, τσουγκρίζοντας ποτήρια Τα όνειρα που κάναμε, μας φεύγανε με χίλια Και τώρα το κοντέρ γυρνά στου μηδενός τον δείκτη Πολλή του κόσμου η μοναξιά, όπως και του αγύρτη. Ελένη Σεμερτζίδου

ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΣΕ ΤΑΞΗ

Να βάλουμε σε τάξη τον ήλιο και τη θάλασσα Του ανέμου η φορά, το άπειρο ν’ αγγίξει Τα ήθη της ντοπιολαλιάς, του κόσμου τα παράδοξα Σε τάξη να τα βάλουμε, μη χέρι και τα θίξει. Να βάλουμε σε τάξη το όριο και το χάος μας Το άπονο φεγγάρι, στις νύχτες της ζωής μας Τη μέρα να γιορτάσουμε, σαν έρθει το ξημέρωμα Σε τάξη να τα βάλουμε, στη γκρίζα απαντοχή μας. Ελένη Σεμερτζίδου

ΩΣΠΟΥ ΝΑ 'ΝΑΙ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

Ώσπου να ‘ναι θα έρθει το χάραμα Θα φανεί και ο ήλιος αντάμα Ένας σμήνος πουλιών, το ξημέρωμα Και ο χρόνος, μια ευχή κι ένα τάμα Ώσπου να ‘ναι θα έρθει το χάραμα Τα κορμιά θα ξυπνήσουν κι οι μοίρες Θα προκάνουν το φως και σαν άρωμα Τις ψυχές θα τις ράνουν με μνήμες. Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΤΥΠΑΓΕΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΖΑΜΙ

Χτύπαγες το ίδιο τζάμι, πάντα πριν να σουρουπώσει Στην πλατεία, οι ανάσες και τα χνώτα των καιρών Τα παιδιά κι οι κουρασμένοι, ίδιοι δρόμοι Πώς να ψάξεις; … Χτύπαγες το ίδιο τζάμι Δυο φορές, μια διαδρομή. Σκόρπησαν παντού τα φύλλα και σκεπάσαν τις γωνίες Δεν περνάν οι αναμνήσεις, σαν αγέρας, σαν βροχή Τα παιδιά κι οι κουρασμένοι, στην πλατεία Πώς να ψάξεις; … Χτύπαγες το ίδιο τζάμι Μία, γκρίζα διαδρομή. Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΑΠΕΡΙΤΙΦ

Στο απεριτίφ απάνω έφτασε το άμοιρο ζευγάρι Εκάθισε σ’ ένα σκαμπό, κι οι άλλοι από την άλλη Αστόχαστα θα έκριναν, αν γεύμα απαιτούσαν Μαρτίνι αν παρήγγελναν, μ’ ελιά θα το γλεντούσαν Και το γκαρσόνι, βιαστικό, στο ένα χέρι ο δίσκος Το ελιξίριο της ζωής να στέκεται στο ύψος Κι εκείνοι, στο ψηλό σκαμπό, με πόδια κρεμασμένα Στοχάζονται πως άργησαν κι είν’ όλα τελειωμένα. Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ 'ΡΘΕΙ

Μπορεί και να ‘ρθει είχες πει Κι εγώ … Εκαρτέρα Μέσα στη νύχτα, το κουδούνι να χτυπήσει Στου τραπεζιού μας να καθίσει, την ορφάνια Γλυκό κρασί τη μοναξιά μας να ποτίσει Μπορεί και να ‘ρθει σού ‘χα πει Και συ … Γελούσες Μέσ’ το παλτό του, τυλιγμένος, να προβάλλει Θα ‘χει τον ήλιο στο ‘να χέρι για λυχνάρι Και στη ματιά του ένα ολόγιομο φεγγάρι Μπορεί και να ‘ρθει είχες πει Κι εγώ … Εκαρτέρα. Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ

Δεν ήταν όνειρο … Ένας δρομίσκος που στο σπίτι οδηγούσε Σκιά πυκνή των φυλλωμάτων της αλέας Και στου βαθιού του πηγαδιού, αχός της άνοιξης Νεράκι κρύο, τα πουλάκια λαχταρούσαν Δεν ήταν όνειρο … Στα κεραμίδια, ο καημός μας να γλιστράει Κι απ’ το παράθυρο, ο κάμπος απλωμένος Βάδιζες πέρα, στων οριζόντων τη γραμμή και της θαλάσσης Είχες την αύρα συντροφιά να ξαποστάσεις Δεν ήταν όνειρο … Από τις στράτες, μόνο κείνη απομένει Σμίξαν με χώμα και δροσιά οι αναμνήσεις Στο άδειο σπίτι, χελιδόνι κελαηδάει Χτύπος στο τζάμι, το πρωί να σε ξυπνάει. Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΙ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ Η ΒΡΟΧΗ

Ο άνεμος την έφερνε στα χρυσαφένια φύλλα
Κι ήταν εκείνη η βροχή που νότιζε το χώμα
Σε δέντρα, λυγερόκορμα, κουνούσε τα κλαδιά τους
Στις μυρωμένες αγκαλιές πενθούσαν τα παιδιά τους

Κι ήταν εκείνη η βροχή, σταλαγματιές στο τζάμι
Να ‘ταν από όλες τις καρδιές, παρηγοριάς σημάδι!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Εκεί που εσεργιάνιζε, κοιτώντας την πραμάτεια
Την ευμορφιά του θαύμαζε, μεσ’ τα λευκά ιμάτια
Κι η λάμψη του κι η υπεροχή, ακτινωτά θαμπώναν
Στην αγορά των αστεριών, όποιον απανταχώναν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΝΑ 'ΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΜΕΡΑ

Όποια και να ‘ναι αυτή η μέρα που κοντεύει

Ο ουρανός συννέφιασε και μύρισε το χώμα
Δεν είν’ αψήφιστα να παίρνεις το θυμό του
Ίσως ξεσπάσει στη στιγμή η καταιγίδα
Υγρή μαυρίλα απ’ τα ντουβάρια ξεμυτίζει
Σκιά που, πάντα, την καρδιά σου την κυκλώνει

Όποια και να ‘ναι αυτή η μέρα που κοντεύει

Εσύ, τη βόλτα σου και πάλι να την κάνεις
Από το σπίτι σου, σαν βγεις, μην αποκάμεις
Δεν είν’ αψήφιστα να παίρνεις το θυμό του
Οι πρώτες στάλες, το σακάκι σου λεκιάσαν
Μα, εσύ, δεν έχεις παρά βήματα να κάνεις

Λοιπόν … Προχώρα
Όποια και να ‘ναι αυτή η μέρα που κοντεύει

Στο πεζοδρόμιο σού στήσανε καρτέρι …
Από νωρίς σε σημαδεύαν με μια σφαίρα
Σώμα πεσμένο στη βροχή και τον αέρα

Όποια και αν είν’ αυτή η μέρα


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΖΩ

Άσε με να σε κοιτάζω
Μπορεί το φως, το άπλετο, το σκότος να διαλύσει
Κι οι ψίθυροι, που μαίνονταν, να σβήσουν στη γαλήνη
Γλυκό κι άλικο τ’ απομεσήμερο, τη δύση να γλυκάνει

Άσε με να σε κοιτάζω
Τα περιστέρια που μίσεψαν στην πίκρα μιας αυγής
Φωλιά κι αγκαλιά, η νύχτα να χαρίσει
Φεγγάρι ολοστρόγγυλο, στον κόρφο, τον ζεστό, της θάλασσας να γείρει

Άσε με να σε κοιτάζω
Μπορεί η μοναξιά, μελωδίες μαγικές να τις πλανέψει
Φωνές χαράς, την ερημιά του δρόμου να γεμίσουν
Κι αυτό που, άτολμα, τα χείλη δεν ψελλίσανε, οι χτύποι της καρδιάς στα μάτια να δωρίσουν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΟΝΟ ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ

Μόνο γι’ αυτούς που σου πληγώνουν τη μιλιά
Τη μάταια λέξη κράτησέ την και προχώρα
Στις διαδρομές του Κάτω Κόσμου, στα στενά
Καράβι βγήκε κι αρμενίζει με την μπόρα

Στο πανωφόρι σου γυρίζουν εποχές
Και συ τα χέρια μεσ’ τις τσέπες σου τρυπώνεις
Δεν είν’ το βάσανο, το κρύο, ο χιονιάς
Μα ο γκρίζος ήλιος που σαν δεις, αποκαρδιώνεις.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΜΙΑΣ ΜΙΛΕΔΗΣ ΤΗ ΜΑΤΙΑ (Ποιητική συλλογή)

ΜΕ ΜΙΑΣ ΜΙΛΕΔΗΣ ΤΗ ΜΑΤΙΑ (Ποιητική συλλογή)
πατήστε πάνω στην εικόνα

ΚΟΡΦΟΛΟΓΩΝΤΑΣ

Κορφολογώντας τα κλαδιά, μαζεύοντας τα ρόδια
Γλυκείς που είναι οι καρποί, πικρά τ’ αραξοβόλια
Στο πανεράκι το ελαφρύ, περπατησιά κι αγέρι
Στο ένα χέρι το βιολί, γελάς το μεσημέρι

Στη γάμπα σου εγλίστρησε, ο άνεμος ο ψεύτης
Ανάερα σού μίλησε σαν μπάτης και σαν κλέφτης
Σηκώνοντας πολύ ψηλά το μαύρο μεσοφόρι
Το μυστικό σου έκλεψε και μέρα δε σιμώνει.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΗ ΚΑΙ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΙ

Γη και βουνά και άνεμοι
Το κάλεσμά σας πλούσιο στα πλάσματα του κόσμου
Και η φωτιά, στο έμπα της, τον τόπο αποκαθαίρει
Πολλά τα αμαρτήματα, ωραία και η στάχτη
Γιατί απ’ τη φλόγα ξαναζεί περήφανη κι αστράφτει

Η γλώσσα που ανδρώθηκε μεσ’ της σκλαβιάς τα χρόνια
Από τη φλέβα μιας γενιάς ξεπέταξε αηδόνια
Το όνειρο κι ο θάνατος τής δώσαν σκοτωμένους
Κι αυτή σε μνήμα τούς θρηνεί, ως άλλους πλανεμένους

Μα, η αλήθεια είναι εδώ
Τραγούδι του καιρού της
Κάνει να γίνει παρελθόν
Και ζει του χαλασμού της.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΘΕΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΗΣΑΤΕ

Θεοί που δεν αφήσατε του τόπου τις εστίες
Απ’ τους βωμούς και τους ναούς, καπνοί ζητούν θυσίες
Στη λεμονιά και την ελιά, της θάλασσας αλμύρα
Αγάπη έγινε η φτελιά, κι η πέτρα, ανατριχίλα

Και τα κορμιά, σαν έγειραν, για να ‘βρουνε τη μνήμη
Στο προσκεφάλι την αυγή, την Παναγιά για κλίνη
Ο ήλιος εξεπρόβαλε στα χρώματα της δύσης
Και οι καρδιές αντήχησαν τα σήμαντρα της φύσης

Στη γη ετούτη του νοτιά, βοριά το μετερίζι
Θεοί γεννιούνται μιαν αυγή και λάμπουνε στη δύση
Κι οι ποιητές συνομιλούν σε γκρίζες συνοικίες
Με τους φτωχούς, σαν τραγουδούν, θεών τις αμαρτίες.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ

Γλυκόπικρη … Γλυκόπικρη η μοίρα που ‘ν του κόσμου
Αλίμονο! Ποια χείλη τη δροσιά της να γευτούνε;
Την πίκρα, τον καημό δε λησμονούνε
Γιατί απ’ τα χρόνια τα μικρά, το μίσος μαρτυρούνε

Γλυκόπικρη … Το άνθος σου, το άνθισαν τα χρόνια
Το μάραναν οι πιο σκληροί χειμώνες
Από την κόψη του σπαθιού ξεφύτρωναν οι ώρες
Κείνες που έρχονται με ΄΄γεια΄΄ και ζουν εις τους αιώνες.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΩΠΑ ΚΙ ΑΚΟΥΣΕ

Σώπα κι άκουσε …

Φωνές και άγριες κραυγές
Ολοφυρμοί και οιμωγές τον ζώσανε τον τόπο

Σώπα κι άκουσε …

Σκορπίσανε, στους δρόμους ξεχυθήκαν
Τα χέρια υψώθηκαν γροθιές, στ’ αστέρια απλωθήκαν

Σώπα κι άκουσε …

Φωνές … Φωνές … Πολύχρωμη, πολύπαθη βουή
Δεν ήταν άλλη από κείνη τη στιγμή

Σώπα κι άκουσε …

Πολύπαθη και πολυμήχανη
Του πλήθους κείνη η λαλιά, η ξακουσμένη

Σώπα κι άκουσε …

Λαλιά κι αστροπελέκι
Διπλός ο πέλεκυς
Βαρύ και το τουφέκι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΦΛΟΓΑ

Στις χθεσινές τις στάχτες σου, ψελλίζοντας το μέλλον
Τραγούδι λαβωμένο, τον χορό σου για να σύρεις
Το θάνατο διδάχτηκες σε μύριους φονευμένους
«Ελευθερία» σαν φώναζες στους άνομους πολέμους

Βουνά, ο ήλιος θα σας γνέψει τη στερνή του καλημέρα
Ο άνεμος τις στέγες θ’ αγκαλιάσει με μανία
Στα χέρια, τις καρδιές, ποτάμια τις πληγές σας θα ξεπλύνουν
Το όνειρό σας, οι νυχτιές, με φλόγα όταν το ντύνουν

Ωραία ….. Ωραία που ξημέρωσε και φάνηκε η μέρα
Ο ήλιος δεν μπορεί να μας δικάσει
Τ’ απομεσήμερο θα ‘ρθεί γλυκά και θα περάσει
Τη δόξα του, με φλόγα, να δοξάσει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΥ ΛΥΓΙΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Τα κλαδιά σας να λικνίζουν πάντα ανέμελα στο χρόνο
Να τρομάζουν στην ιδέα των καιρών τις συμφορές
Και τα φύλλα σας η αύρα το πρωί να τα δροσίζει
Η του δάσους βελουδένια παρουσία ερημική
Η λαχτάρα ενός διαβάτη που στο δρόμο του αποκάμει
Του δειλού η ντροπαλή περπατησιά και μια ενοχή

Δέντρα που λυγίζετε στον άνεμο

Αλλοπρόσαλλη χορεία μυστική
Λικνιστά και ανεμόδαρτα ριγμένη
Της καρδιάς μας χορωδία μουσική
Και στης νιότης μας τη μνήμη χαραγμένη.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΞΗΜΕΡΩΣΕ ΚΑΙ ΧΑΘΗΚΕΣ

Ξημέρωσε και χάθηκες …

Όταν το φως, απ’ το σκοτάδι σου, σε άρπαξε
Είδα αχνό, στο μέτωπό σου, το σημάδι
Και στο λαιμό, ένα λακάκι που δεν σάλευε
Μου ‘πε πως βρήκε η λησμονιά πικρό λιμάνι.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΕΡΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Σου τραγουδάει στερνό τραγούδι, γλυκοφιλώντας στη σιγαλιά
Απομεινάρι, λιγνό καλάμι, γέρνει στου κόσμου την ερημιά
Υφάδι που ‘χει υφάνει η νύχτα κι η γη σαν ίσκιος αργοκυλά
Δεν είν’ πουλί αυτό που κλαίει, μα του Θεού σου η αφεντιά

Στον κάμπο μπήκε το μεσημέρι, στάλαξε αλμύρα και ραθυμιά
Περιπατώντας σε μονοπάτια, από τη σκόνη στη χαλασιά
Τρέχει, καλπάζει στη φορεσιά της, χρυσός κι ασήμι η προσμονή
Στερνό τραγούδι και καρδιοχτύπι, κι η δύση λάμπει πιο πορφυρή.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΄΄ΑΚΑΤΑΝΟΜΑΣΤΟ΄΄

Στριμωγμένη η κοψιά του σε μικρόσωμη γενιά
Ελαφριά η περπατησιά του δρασκελίζει τον ντουνιά
Μεσ’ τα μάτια του φλογίζουν κεραυνοί και αστραπές
Και τα λόγια του θυμίζουν της Πυθίας τις κραυγές

Έτσι η θάλασσα ανταριάζει κι ο ουρανός λυσσομανά
Σαν εκείνος πλησιάζει με το βλέμμα του ψηλά
Κι αν εσείς που με ακούτε δεν πιστεύετε στ’ αυτιά
Στο λεπτό άμα τον δείτε, θα σας φύγει κι η μαγκιά!

Τότε, μην τον αγνοείτε, μον’ περάστε στο φτερό
Καλημέρα αν του πείτε, να φιλήσετε σταυρό
Ο Θεός μαζί σας να ‘ναι κι οι απόστολοι οι λαμπροί
Η Παρθένος να σας δίνει αειπάρθενη ψυχή!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ

Μυροφόρος του μυαλού μου, της πικρής αστροφεγγιάς
Στο θλιμμένο πεπρωμένο, μια ρανίδα απονιάς
Ιωλκός και Αργοναύτες, καραβίσιο το πανί
Στους ανέμους κυκλωμένο, ξαμολιέται το σκοινί

Χαίρε, τώρα! Που το κύμα σε χτυπάει από μεριές
Στα συντρίμμια και στο κρύο, παραλύουν κι οι καρδιές
Απολλώνιο το βλέμμα, παγερό και το νερό
Σε στεφάνι που σου πλέκουν, σου χαϊδεύουν το λαιμό

Πάνωθέ σου φόρεσέ το και στολίδια να του βρεις
Απ’ τον πόνο λύτρωσέ το και αλήθειες να του πεις
Με Τιμή να το δοξάσεις και τραγούδι ακριβό
Σαν θα ρθεί να το πετάξεις, να ‘ν το τέλος φθονερό.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΝΕΓΓΙΧΤΟ ΠΟΥΛΙ

Σε μια πατρίδα μητρική, παιδί που αναζητάει τη γενιά του
Σε μονοπάτια περπατάει αλαργινά, εκεί όπου η σκιά, θανάσιμα, φωλιάζει στη φωλιά του
Ανέγγιχτο πουλί, πετώντας πιο ψηλά, πιο θαρρετά …
Στης μοναξιάς τις συννεφιές, στα πλέρια της φωτιάς, μην ξαστοχάς
Μυριάδες οι φωνές, καλούνε τις χλωμές βουνοκορφές να τραγουδάς.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ

Πώς να μην είναι πιο τραχιά η διαδρομή;
Το Αύριο στέκει παρακεί και δεν σαλεύει
Όμως, εμείς, και από την κόλαση κινούμαστε πιο κει
Εκεί που μένει η μοναξιά και διαφεντεύει

Και αν ξαναγέρνουμε στο φως μιας διαδρομής
Και το κορμί της, στο σκοτάδι μάς πληγώνει
Ένα ξεγέλασμα της μοίρας θα μου πεις
Γιατί μονάχους μάς καλεί και μάς λερώνει

Γλιστρά ο ήλιος απ’ τη δύση στην αυγή
Είναι και ο ίλιγγος του χρόνου που απομένει
Μα, εμείς, μονάχοι, στον αγώνα, τη φυγή
Στων ομοούσιων τις μνήμες, κάτι μένει.

Ελένη Σεμερτζίδου
Ο ρυθμός[1]


Σάμπως να είναι ένας ρυθμός;
Βυθός του νου, που μανιασμένος σε χτυπάει;
Μην είναι αυτό που σένα κάνει Ποιητή;
Κι ύστερα σβήνει και τη νύχτα ξεψυχάει;

Μετά, και πάλι δυναμώνει το πρωί
Ό,τι και αν έχεις στο μυαλό σου, παρασύρει
Χορός, τραγούδι και το άπειρο, στο όνειρο, να ζει
Το υπερτέλειο, στη δόξα του, ένα χέρι που συντρίβει

Είσαι μονάχος. Χόρεψε αυτό που ο χορός σου εκλιπαρεί!
Την πένα άρπαξε και γράψε στο χαρτί σου!
Στο παραθύρι πλησιάζω μιαν αυγή
Και εκεί, στον ήλιο, ατενίζω τη μορφή σου.

Ελένη Σεμερτζίδου


[1] Αφιερωμένο στην Ποίηση.

ΜΕ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ

Ψηλά, σε πύργο ακατοίκητο και στην ανέγγιχτη του χρόνου ανεμελιά
Ανθός της Άνοιξης σε χώμα μαυροκόκκινο και της αργόσυρτης βροχής ανεμοδούρα
Σαν στροβιλίζεται στο σώμα ενός θανάσιμου νοτιά
Πάλι στα χείλη τρεμοπαίζει του γλυκόπικρου αιώνα

Σημάδι είπες είναι αυτό και σημαδεύει την καρδιά
Γυμνό και άδειο παραβλέπει τη συγγνώμη και το κρίμα
Παρασυρμένο, παραδέρνει στα καπρίτσια του βοριά
Με ανεμόμυλους παλεύει για μια άκαρπη ελπίδα.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΜΕΝΕΙ

Κάποιος να μένει

Τι σου θυμίζει αυτή η άγρια, η καταιγίδα
Σ’ ένα φαράγγι, η σκόνη λάμπει σαν ηλιαχτίδα
Και κάτι … Ίσως …
Γι’ αυτό το κάτι, σπαθιά υψωθήκαν

Μα … Κάποιος μένει

Και στη φωτιά δε λυτρωθήκαν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΦΙΛΗΛΙΑ ΩΔΗ

Σύννεφα γέμισε, θαρρείς … Ο ουρανός βαρύς, βαρυγκωμάει …
Θεέ Απόλλωνα, Εσέ
Μέσα στο φως σου να διαβείς και με τον θάνατο να σμίξεις
Νερό γλυφό απ’ την πηγή, με ενός αυλού τη μουσική
Σαν ‘ρθεί το θέρος μιας αυγής, τον μαρασμό να τον νικήσεις

Τροφοί,
Το βρέφος το χλωμό, με ναναρίσματα γλυκά, στη θεϊκή τη κλίνη βαυκαλίζουν
Ολοφυρμοί και χαλασμοί, σε μια παρθένα αγκαλιά, στην Αρκαδία το κοιμίζουν
Λίγο μαλλί και ένα κλαδί, κρασί και λάδι μιας ελιάς, τον πυρετό του να δαμάσουν
Χελιδονίσματα γενιάς, σε ημιτόνια φωτιάς, στεφανωμένους να θαυμάσουν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΟΣΕΣ ΜΟΙΡΕΣ

Πόσες μοίρες να ‘ν το πλοίο και το στρίβεις δεξιά;
Παραπέτο το κατάρτι, λες τον άνεμο ν’ αντέξει;
Το σκαφίδι παραδέρνει απ’ τις ξέρες στη στεριά
Μεσ’ τα κύματα βουλιάζει κάθε ρότα που του γνέφει

Από νύχτα κι από μέρα … Οι ελπίδες λιγοστές
Το σινιάλο θα προφτάσει απ’ τον βράχο να το σώσει;
Ο θυμός το κουμαντάρει κι ένας άδικος νοτιάς
Κι εσύ ψάχνεις μιαν αλήθεια, στα βαθιά να το λυτρώσει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΜΙΑΣ ΜΙΛΕΔΗΣ ΤΗ ΜΑΤΙΑ

Βγες στο παράθυρο … Κι εκεί … Αν το σκοτάδι αντικρίσεις …
Με μιας Μιλέδης τη ματιά, στην αφεντιά της θα μιλήσεις
Φλόγα και σκήπτρα εποχών, αχνά φεγγάρια τη ζεσταίνουν
Αναμολόγητες ζωές, κι οι αναστημένοι τη παινεύουν

Στο θεριεμένο της αυλό, μεσ’ τις νυχτιές κυλά μελάνι
Από τη φλέβα τη λευκή, μοσχοβολάει το λιβάνι
Σπίθα και άναψε η φωτιά, αποκοτιά δεν τη σιμώνει
Στην πικραμένη αμυγδαλιά, ένα πουλί την ανταμώνει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΙΟΒΗΣ

Σε κείνα τα σοκάκια της σιωπής
Κουβάρι στριφογυριστό η λάβρα νιότη
Κλωθογυρίσματα μιας άπειρης κλωστής
Πεπερασμένης απ’ τα χώματα της Νιόβης

Ψηλαφητά βρήκαν τα βήματα το φως
Στοργής το χάδι, αυτό που ζήλευε κι ο ήλιος
Το κρύο σώμα, όταν το γύμνωνε ο θεός
Από τα χνώτα του, το ζέσταινε ο αιώνας

Σταλαγματιές, καυτό το δάκρυ ενσταλάζει
Στον γκρίζο βράχο, μια γυναίκα που σπαράζει
Με οιμωγές και ικετεύοντας τον πόνο
Περιπλανιέται μεσ’ τον άβαθο τον νόμο.

Ελένη Σεμερτζίδου




ΤΑ ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΑΦΕΓΓΑΡΗ ΝΥΧΤΙΑ

Αφέγγαρη νυχτιά, πώς με μαγεύει
Στον ουρανό μονάχα ένα άστρο ανασαίνει
Και κάπου μακριά μια ηλιαχτίδα
Γεννάει στην καρδιά σου μια ελπίδα

Αφέγγαρη νυχτιά, γλιστράς σαν χέλι
Το μαύρο σου, το στόλισαν οι αγγέλοι
Του δώσανε λευκό για να θυμάται
Πως τις νυχτιές, η μέρα δεν κοιμάται.

Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Τα μάτια ανοίγουν κι αχόρταγα κοιτούν
Πέρα απ’ τα σύνορα, το είδωλο να βρουν
Να του περάσουν δαχτυλίδι χρυσαυγής
Και στον λαιμό του, τα διαμάντια όλης της γης

Γλυκά τα χείλη και το στόμα ηδονικό
Η αγκαλιά, ένα φεγγάρι θλιβερό
Η προσμονή γέρνει στους ώμους τους λεπτούς
Κι αργοσαλεύει μεσ’ τους δρόμους τους υγρούς.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΔΙΚΟΜΑΡΤΗ

ΑδικοΜάρτη και Απρίλη
Κάποτε φίλαγα τα χείλη
Που μου ‘χαν πει πως μ’ αγαπούσαν
Όμως τον Μάη με ξεχνούσαν

ΑδικοΜάρτη και Απρίλη
Καρδιές που στέναζαν στο δείλι
Κορμιά στη χλόη που κεντούσαν
Λευκό σεντόνι και σκιρτούσαν

ΑδικοΜάρτη και Απρίλη
Ήρθε τ’ αγέρι με τη σμίλη
Σαν χάδι πέρασε τ’ Αυγούστου
Χρόνια, σμιλεύοντας, του μούστου.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΣΕΝΑ ΗΡΘΑ


Στων οριζόντων τη γραμμή
Και στου πελάγου την ορμή
Σε μουσικές αστροφεγγιάς
Στις αντηχήσεις μιας γενιάς

Σε εποχές που πάνε αλλού
Σε παρακλάδια τ’ ουρανού
Σε παραδείσιες διαδρομές
Από αθάνατες στιγμές

Σε σένα ήρθα κι είμαι εδώ
Χάνω, ποθώ και ξαναζώ
Κάποτε έφυγα νωρίς
Για ένα καπρίτσιο της ζωής

Να ‘μαι λοιπόν κι είμαι εδώ!
Τα μάτια ανοίγω να σε δω
Σαν αετός της μοναξιάς
Γίνομαι λίβας και βοριάς.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΑΝ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Σαν γεννηθεί ένας ποιητής, στο φως που βασιλεύει
Η ομορφιά όλης της γης, στο νου του ανδριεύει

Σαν γεννηθεί ένας ποιητής, το αίμα χρυσαφίζει
Το πένθος γίνεται γιορτή, τον θάνατο αντικρίζει

Σαν γεννηθεί ένας ποιητής, οι πέτρες και λυγίζουν
Τ’ ατσάλι λιώνει στη φωτιά, πουλιά σε νανουρίζουν

Σαν γεννηθεί ένας ποιητής, το γέλιο του σε σπρώχνει
Να πεις αντίο στη ζωή, να δεις μιαν άλλη νιότη.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΝΟΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΝΟΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

Ο ΓΕΡΟΣ

Γέρος, ανήμπορος, σκυφτός,
μονάχος του ανεβαίνει.
Μ’ ένα μπαστούνι στη ζωή,
το όνειρο διαβαίνει.

Και αυτό, τον βγάζει σε βουνά,
σ’ απάνεμα λιμάνια,
της νιότης άβγαλτα πουλιά,
και απέραντα ρουμάνια.

Γέρος, ανήμπορος, σκυφτός,
μονάχος του ανεβαίνει.
Πού είναι το τέρμα που ποθεί;
Και ποιαν αρχή σημαίνει;

Γέρος, ανήμπορος, σκυφτός,
δεν ξέρω που πηγαίνει.
Συνεπιβάτης μιας στιγμής
που, γρήγορα, πεθαίνει.

Ελένη Σεμερτζίδου



ΑΣΦΟΔΕΛΟΙ ΛΕΙΜΩΝΕΣ

Απ’ τους λειμώνες, πιο πολύ,
αυτοί με ασφοδέλους,
αίσθηση δίνουνε πικρή,
στου Άδη τους Οθέλους.

Μαλλιοτραβιούνται οι ψυχές,
εκεί που τις πηγαίνουν,
γιατί απ’ όλες τις χαρές,
με λησμονιά χορταίνουν.

Κάποτε ήταν μια ρηχή,
κρυστάλλινη λιμνούλα,
με νούφαρα και με σιωπή,
και δίπλα μια πηγούλα.

Όποιος κοιτάζονταν πολύ,
στα μαγικά νερά της,
όσο αγαπούσε τη μορφή,
μισούσε τη γενιά της.

Η λίμνη, κάπου στα ξερά
και άχαρα λιβάδια,
γέρνει τα πράσινα νερά,
μαζί με τα σκοτάδια.

Κάθε αυγή που προχωρεί
και σέρνεται τ’ ασκέρι,
αυτή πλαταίνει πιο πολύ,
τον θάνατο να φέρει.

Και απ’ το ασημόχρωμο το φως
και απ’ την ωχρή σκιά της,
μοιάζει η μοίρα καθενός
να κλαίει στη θωριά της.

Μην κλαις αδάμαστη ψυχή.
Μην κλαις και μην χτυπιέσαι.
Εσύ, στης λίμνης τα νερά,
δεν έχεις να κοιτιέσαι.

Τώρα μονάχη περπατείς
σ’ ασφόδελους λειμώνες,
μήτε πεινάς, μήτε ποθείς
της λίμνης τους χειμώνες.

Πάνω σε λόφους και ακτές,
ωχρού φυτού λουλούδια,
δεν ζουν σειρήνες μισητές,
παρηγοριάς τραγούδια.

Ελένη Σεμερτζίδου



Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ

Μου είπες πως είναι διαστροφή να είμαι ερωτευμένη
και εγώ εδίστασα να πω, πως είμαι πια χαμένη.
Αυτό που κράτησα μετά από τούτη τη φυγή σου,
ήταν το καύσος των ματιών απ’ την απόλαυσή σου.

Έδειξες δόντια και κραυγές,
φοβήθηκα λιγάκι.
Μα πιο πολύ απ’ τις φωνές,
με ρύμες το φαρμάκι.

΄΄Όταν θα λέω κατιτίς που ίσως να σε θίξει,
εσύ, μην κάνεις σαν παιδί, που θέλει να με πνίξει!΄΄
Και, εγώ, εκούρνιασα εκεί, στην άκρη της αβύσσου,
και έτσι όπως έσκυψα να δω,
ράγισε η μορφή σου.

Ήθελα τόσο να δεχτείς αυτή τη διαστροφή μου,
και απ’ τα χαρίσματα να δεις την άμωμη ψυχή μου.
Μα εσύ κρεμάστηκες πολύ από την εμπειρία,
αυτή που δίνει στην ζωή μεγάλη σημασία.

Δεν φταίω εγώ, δεν φταις και εσύ.
Στ’ αλήθεια, ποιος να φταίει;
Αυτό που ένιωσα, η δειλή,
ποιο άδικο το καίει;

Σου είπα πως σαν δυο ψυχές,
στον κόσμο συναντιόνται,
δεν είναι έγκλημα βαρύ.
Mπορεί και να αγαπιόνται.

Μου είπες πως είναι διαστροφή να είμαι ερωτευμένη
και εγώ εδίστασα να πω, πως είμαι πια χαμένη.
Αυτό που κράτησα μετά 'πο τούτη την φυγή μου,
ήταν φορτίο οδυνηρό για μιά ανάμνησή μου.

Ελένη Σεμερτζίδου




ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ

Όταν περνάς σε πρώτο πλάνο
και αναγνώσκεις τη ζωή,
είναι ένα χέρι από πάνω,
την κιμωλία που κρατεί.

Και όλο γράφει, και όλο σβήνει,
σε μαυροπίνακα απλό,
ενώ σύ πιάνεις το μολύβι,
σ’ ένα τετράδιο λευκό.

Σ’ ένα τετράδιο με λέξεις,
φτιασιδωμένες, στρογγυλές,
όλη τη μέρα κουβεντιάζουν
οι ακριβές μας οι ψυχές.

Μα, το τετράδιο έχει χρώμα,
έχει διαστάσεις ακριβείς.
Δεν είν’ που γράφονται τα λόγια,
είναι που χάνονται νωρίς.

Αν θες τα λόγια σου να μείνουν,
σ’ ένα τετράδιο λευκό,
μαύρισε ό,τι απομένει
απ’ το περίσσευμα αυτό.

Είναι ανώφελο το γέρμα,
χωρίς τον ήλιο της αυγής.
Μα, μια αρχή, χωρίς το τέρμα,
είναι το άνδρο της ντροπής.

Μην ντροπιαστείς και μην φοβάσαι,
απ’ τις σελίδες που θωρείς.
Ένα τετράδιο πιο άδειο,
δεν είν’ το πέρας της ζωής.

Όταν περνάς σε πρώτο πλάνο,
κάνε ένα βήμα στο κενό.
Στον μαυροπίνακα απάνω,
Γράφει το Χέρι, το Ακριβό.

Ελένη Σεμερτζίδου



ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ

Όταν τον βρεις και την εβρείς,
εις μάτην τυραννιέσαι,
γιατί γι’ αυτό που δεν θωρείς,
γι’ αυτό καρδιοχτυπιέσαι.

Και αυτό που είναι απατηλό,
και αυτό που είναι πλάνη,
ψάχνεις να βρεις με το στανιό,
ποιο όνειρο το φτάνει.

Είναι ένα όνειρο λοξό,
στραβό και μπερδεμένο.
Μόνο σε όμορφες στιγμές,
και, πάλι, σαλεμένο.

Η όψη του μελαγχολεί.
Η όψη της χλωμιάζει.
Μα, την δική σου την καρδιά,
ποια μοίρα την αρπάζει;

Το όνειρο καραδοκεί,
εις μάτην να πλανέψει,
αλλά η αλήθεια δεν μπορεί,
ν’ αφήσει να θεριέψει.

Ποια η αλήθεια θα μου πεις,
σ’ αυτή την εξουσία,
που ‘ναι σαν όχημα φυγής
και σαν Αχερουσία;

Σαν η αλήθεια εξαντληθεί
και λύσει τα δεσμά της,
γίνεται ευθύς μια απειλή
για όλα τα παιδιά της.

Στο πρόσωπο, βάλε καρδιά,
στα χέρια, την αξία.
Και, στης φωνής την λογική,
την κούφια σημασία.

Όσο μπορείς να αγαπηθείς,
τόσο και να αγαπήσεις.
Εις μάτην ψάχνεσαι να βρεις,
αυτό που θα μισήσεις.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΑΝΙΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

Από όλα τα θεμέλια,
εγώ, με τα ευαγέλλια,
διήγαγα τον βίο.

Στην άκρη αιωρούμουνα,
και, αν και πανί, αρνούμουνα,
του τοίχου το φορτίο.

Σ’ αυτά που αφηνόμουνα,
σ’ αυτά, πάλι, χανόμουνα,
ατέλειωτο τ’ αντίο.

Η ρότα που με πήγαινε,
δεν ρώταγε, δεν μίλαγε,
μον’ βάδιζε στο κρύο.

Μα, το πανί ξεθώριασε,
μια μέρα, και εχλώμιασε,
και σκίστηκε στα δύο.

Και τώρα τα αζήτητα,
αυτά τα περιζήτητα,
ζητάω στο λαχείο.

Σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό,
που βλέπει μόνο στο στενό,
προσμένω για ένα πλοίο.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

Στου λυκαυγές τον ερχομό,
εσύ ήσουν το λυκόφως,
αυτό που χάραξε μεμιάς,
σαν το σταχτί της συμφοράς,
του ονείρου μου τους πόθους.

Έγινες χάδι, γλίστρησες,
δεν άντεξες και λύγισες.
Μ’ ανάσες και αναφιλητά,
σάλεψες μέσα στην καρδιά,
αυτό που δεν εμίλησες.

Η σκόνη έγινε καπνός,
η ελπίδα αναστεναγμός,
το αίμα τρεχαντήρι.
Και στους αυλούς της λογικής,
και σ’ ό,τι είπες πως ποθείς,
απέραντη η σελήνη.

Το φως της έγινε νωπό,
ένα μαχαίρι κοφτερό,
και μπήκε μεσ’ το σώμα.
Κραυγή αλύχτησε πνιχτή,
μέσα στης νύχτας τη σιωπή
και χάθηκε στο χώμα.

Σε μονοπάτια γλιτσερά,
εκεί που σέρνεται η καρδιά,
βουλιάζει μεσ’ τον βούρκο.
Εκεί και πάλι ξεγλιστρώ,
φέγγω, σκορπίζομαι, ζητώ
τον αιώνιο πανούργο.

Ελένη Σεμερτζίδου


Ο ΧΡΗΣΜΟΣ

Αρχέτυπος είν’ ο χρησμός
και όποιος δεν τον φτάνει,
στης Δήλου τ’ όμορφο νησί,
ο δρόμος του τον βγάνει.

Μεσ’ τους πανάρχαιους τους θριγκούς
και τις λιτές κολώνες,
σαν επιστήλια ζωής,
στηρίζονται οι αιώνες.

Και σύ που έφτασες να δεις
το κέντρο των πραγμάτων,
αναρωτιέσαι πιο πολύ
τι ήταν των θαυμάτων.

Ποιο ‘ναν το κρίμα το παλιό
που κάνει τα γραμμένα,
ν’ αγγίζουνε τον ουρανό
και να’ναι σωριασμένα.

Περιπατείς και απορείς
σ’ ερείπια και βράχους.
Κανείς δεν βρίσκεται να δεις,
από τους Αθανάτους.

Ο πόθος σ’ έφερε εδώ.
Σε έριξε η ανάγκη.
Μα πιο πολύ και απ’ τον χρησμό,
του Άδηλου η φενάκη.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕΛΗΝΗ-ΕΚΑΤΗ-ΑΡΤΕΜΙΣ

Ψάχνοντας στον ορίζοντα
κάποια λιτή θεότητα
που έστερξε το μέλλον
στην Δήλο βρέθηκα να ζω
και να κοιτώ και να σιωπώ
μες σε φωνές Αγγέλων.

Μια όμορφη συνάντησα
Με τρυφερό χαμόγελο
Και άλικα δυο χείλη
Σελήνη την ελέγανε
Το πρόσωπό της έλαμπε
Και μου έμελλε σαν φίλη.

Έναν χορό που χόρεψε
Σε αργυρό στεφάνι
Με φωτεινό το πρόσωπο
Και το φεγγάρι αέναα
Περιφερόταν κι έλαμπε
Στου χρόνου το σεργιάνι.

Και κάποιος που αναστέναζε
Χωρίς ψυχή και μπέσα
Βαρυγκομώντας έφθασε
Στην άκρη παραλογισμού
Θαρρείς στην όψη ενός θεριού
Με όπλα θέρια μέσα.

Και αν στα υποχθόνια
Τρανούς πυρσούς εκράτει
Μια της Εκάτης η φωνή
Που αρνήθηκε πάνω στη Γη
Στο φως να 'ρθεί αυτόνομα
Του κάτω κόσμου απάτη.

Ακόμα μία ύπαρξη
Σαν λάμψη όπου εφάνη
Μου 'γνεψε μέσα στην καρδιά
Όλου του κόσμου η ξαστεριά
Με μας έχει να κάνει

Και η Άρτεμις, η φαεινή θεά
Των έργων και των λόγων
Ενδιαφέρον έδειξε
Προς τους θεούς και τους θνητούς
Γι’ απαλοιφή των ψόγων.

Σα να συνάντησα θαρρείς
Αρχαϊκή την νιότη
Και στους καιρούς που χάθηκα
Στον εαυτό μου βάλθηκα
Να βρω αρχαίο δότη

Μα ο τραγωδός τα φώτισε
Τα άβατα της Δήλου
Σελήνη, Εκάτη, Άρτεμις
Ταυτόσημα ονόματα
Στο πόνημα του Αισχύλου

Αυτά και μόνο έχω να πω
Χωρίς κάτι ν’ αλλάξει,
Μάλλον γνωρίζω πιο καλά
Της Δήλου τα σοφά κλειδιά
Στον ομφαλό τώρα της Γης
Ως βάζουν μια τάξη.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Φορτίο αβάσταχτο θαρρείς
πως είναι η ματιά σου
κ’ η δύναμη μιας προσευχής
μιας προσδοκίας μιας ευχής
βρίσκεται στ’ όνομά σου.

Ταξίδευα σ’ άλλους καιρούς
κει που η ζήλια ξέμεινε
Και την αγάπη σπρώχνει
στο κάθε μας φτερούγισμα
στην άκρη και την διώχνει.

Ζήλια, Θαρρώ πως έμεινε
στον κόσμο να δηλώνει
πως έχει το προβάδισμα
σε μία στράτα υπομονής
ελπίδες να ξηλώνει.

Και όλα τα αδιέξοδα
θέλουν μια λύση τώρα,
μα τα μυστήρια πολλά
πολλές κακές αναφορές
για μία τέτοιαν ώρα.

Στην Δήλο θα βρεθώ ξανά
αντάμα με το βιό σου
και θα ρωτήσω τους νεκρούς
ποιο πάθημα ζητάει ο νους
για να με φέρει εμπρός σου

Σε συλλογίστηκα δειλά.
με σένα τα όνειρά μου
χαρίζουν κάποια προσμονή,
μα τι να πω… και τι να πεις;
νέφος η ξαστεριά μου.

Δεν τόλμησα να σ’ αγαπώ
έστω δειλά στην σκέψη
και να σου πω ότι εδώ
είν' μια καρδιά που χάθηκε
χωρίς καρπούς να δρέψει.

Η Άδηλος που υπήρχε εδώ
σαν Δήλος πια εφάνει
και την φυλάν τα ερπετά
μην τύχει κι άλλη συμφορά
σαν μια που ‘χει να κάνει.

Τα μυστικά της είν' πολλά
και ‘γω
σε σένα ανατρέχω
Για να μου δώσεις τα κλειδιά
να ξεκλειδώσω μια καρδιά
τους πόθους της ν’ αντέχω.

Είναι οι φόβοι μας πολλοί
μην τύχει και χαθούμε
Τι στου Αιγαίου την πνοή
Το Άξιον και η προσμονή
μου ‘παν ν’ αγαπηθούμε.
Κάποιο μυστήριο θαν’ αυτό
που την ζωή κραδαίνει
και στου πελάγου τον βυθό
άστρα που τον στολίσανε
η γνώση διαβαίνει.

Γνώση!
Μ’ ατέλειωτους ρυθμούς η φύση ανασαίνει
και σκίρτησαν τα πένθιμα
να βρουν ζωή, να βρουν φυγή
και ό,τι άλλο χάνεται
στον Άδη όταν πηγαίνει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ

Το κάθε τι έχει φυγή
το ίδιο και η σκέψη
Κι ο λόγος που στοχάζομαι
είν' ένας λόγος σοβαρός
για όσα θε να πέμψει.

Μηνύματα στέλνουν οι καιροί
σ’ αντένες δίχως έρμα
Και ‘γω που στέκομαι εδώ
νιώθω να αντιστέκομαι
σε ρύμες δίχως τέρμα.

Κάτι, θα πω με κούρασε,
δίπλωσε τα φτερά μου.
Μα το άπειρον του είναι σου
Το βάθος της αλήθειας σου
είν’ ένας λόγος υπαρκτός
να ζω τα όνειρά μου.

Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΔΗΛΟΣ

Όταν πατήσεις στο νησί
και σε καλωσορίσω,
δώσε μου όρκο ιερό
και εγώ θα σε μυήσω.

Με το ‘να χέρι που κρατεί
ανεμελιάς φτερό και χάρη,
δεν γράφω σαν ο ήλιος βγει
και θρέψει το χορτάρι.

Τα λόγια που ‘ρθες να μου πεις,
φωνή, λαλιά δεν έχουν.
Σε μια συνείδηση μουντή,
με λησμονιά αντέχουν.

Είναι το χώμα που πατείς,
βαθιά απορφανισμένο.
Κάτι ετόλμησες να δεις,
που ήταν ξεχασμένο.

Η Αλήθεια πρόβαλε εμπρός
και λούφαξε αγριεμένη.
Δεν ειν’ ο Απόλλωνας σκληρός
που δύει και ανατέλλει.

Ό,τι κι’ αν κάνω, είν’ αργά.
Φεγγάρι θ' ανταμώσω.
Στης Δήλου τ’ αργυρό νησί
ήρθες για να σε νιώσω.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΛΟΞΕΣ ΩΔΕΣ

Λοξές ωδές τραγούδησε του βράχου η αφέντρα
και εκεί που χάσμα τρομερό,
βγάζει γλυκό ανασασμό,
πανάλευκο στον ουρανό υψώθηκε το Πνεύμα.

Ήξεις αφήξεις, λάλησε. Ου. Εν πολέμω θνήξεις τραύλισε.
Όλα τα άγρια της φωτιάς, τα ένστικτα της συμφοράς βουβά μείναν στο χώμα.
Και από μαντείο μυστικό, στον κόσμο αυτόν τον αδειανό,
από, μιας Τέχνης ιερής, αρπάχτηκε το σώμα.

Τιτάνες όλοι της οργής, ψυχροί εργάτες της ψυχής,
τυλίχτηκαν στο φως του.
Σε ένα άρμα φωτεινό, πιο λαμπερό και από θεό,
στου Κάτω Κόσμου τη σιωπή,
εθάφτηκε το βιος του.

Στον χρυσοποίκιλτο θεό και στον αγέρωχο οδηγό, ποια Γαία θε ν’ αντέξει;
Αυτή που Πύθωνα μακρύ, πιο σάπιο και από την ντροπή,
σ’ ένα λημέρι μισητό
εθέλησε να θρέψει;

Μα, το κοκόρι της αυγής, ανήγγειλε της εποχής το τέλος του θανάτου.
Και, έτσι, αυτός που φυλακή ήρθε να βάλει τη φωνή,
έκανε ο ίδιος την αρχή,
να χάσει τη δικιά του.

Στης Φημονόης τον χρησμό, τον πρώτο αυτό τον ακριβό,
λατρεύτηκε η θωριά του.
Είχε του λύκου την σκιά, του κύκνου τη γλυκιά χροιά και μάτι ενός κοράκου.
Και από όλα αυτά που αγαπάς και ό,τι σε κάνει να πονάς,
είχε την όψη την σκληρή ενός πικρού θανάτου.

Λοξή ωδή, λοξοί χρησμοί, λοξά που είναι όλα.
Μα, πιο λοξή και απ’ τους λοξούς είν’ η λοξή απαντοχή,
που σ’ ένα γένος θεϊκό, ανήμπορο, αν και, τρανό
λοξά λαξεύει το λοξό και, σαν καπρίτσιο νοσηρό,
από ένα αίνιγμα λοξό, λοξά κλωθάει τα λοξά του.


Ελένη Σεμερτζίδου

Ω! ΣΑΝ ΤΙΣ ΚΟΤΟΥΛΕΣ ΣΤΟ ΚΟΤΕΤΣΙ! ...

Ω! Σαν τις κοτούλες στο κοτέτσι! … Και … Έτσι κ’ έτσι! …
Αχ, Θεέ μου! Τι ωραίο που ΄ναι το γκιουβέτσι!
Μεσ’ την κουζίνα, δύο πιάτα αδειανά
και τα μυαλά μας να ‘χουν χάσει τη μαγκιά!

Ω! Σαν τις κοτούλες στο κοτέτσι! … Και … Κ’ όποιος αντέξει! …
Αχ, Θεέ μου! Με ζάλισε, η χριστιανή, από τις έξι!
Κι αν όντως … Κι αν, όντως, είναι κάπως έτσι! …Ε! … Και τι μ’ αυτό, καλέ;
Ο κόσμος … Θα πιστέψει!

Ω! Σαν τις κοτούλες στο κοτέτσι! … Κι’ … Αλήθεια … Αλήθεια … Θα βρεθεί κανείς το ριζικό μου να γιατρέψει;
Αχ, Θεέ μου! Είναι σωστό να μην μπορεί να μαγειρέψει;
Κόβω μαρούλι … Ετοιμάζω την πιατέλα …
Πάρε κουτάλι και πιρούνι κ’ … Άντε έλα!

Ω! Σαν τις κοτούλες στο κοτέτσι! … Αχ, Θεέ μου! Πόσο αλάτι έχω βάλει στο γκιουβέτσι! Κι’ αυτός να τρώει … Λες και του’ παν να χηρέψει!
Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο … Και εμείς …
Και εμείς … Μπορούμε κ’ έτσι!

Ω! Σαν τις κοτούλες στο κοτέτσι! … Ανάθεμά σε! … Που μ’ είχες, κάποτε, στον ίσκιο σου πλανέψει! Βάζω στο τάπερ ό,τι έχει περισσέψει …
Ω! … Μα … Μα … Δεν μπορεί! Στομάχι είναι! Θέλει ώρα να χωνέψει!
Πλένω τα πιάτα και … Και ελπίζω … Να’ ναι έτσι …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΙΠΛΑ, ΔΙΠΛΑ ΚΑΙ ΤΡΙΔΙΠΛΑ

Δίπλα, διπλά και τρίδιπλα είν’ όλα στο μυαλό μας
κι’ έτσι ριγμένα καταγής και αλλοπαρμένα από εξαρχής
είναι αργά μα και νωρίς να βρούνε τον σφυγμό μας.

Δίπλα, διπλά και τρίδιπλα ποντάρει η γενιά μας
σε μια παρτίδα μιας ολκής, σαν καταπέλτης μιας οργής
που ήρθε και βρήκε πλέρια τη δόλια την καρδιά μας.

Δίπλα, διπλά και τρίδιπλα κρατάει η εποχή μας
τα σκήπτρα μιας νέας αρχής, που διατρανώνει πως μπορείς
διπλά και τρίδιπλα να ζεις, χωρίς τη λευτεριά μας.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΗ ΦΙΛΗ ...

Σαν προχωρούσες έτσι απλά και κάθισες στον ίσκιο.
Για λίγο ένιωσες, θαρρείς, του ονείρου σου το φλοίσβο.

Ήταν η αύρα της στιγμής, καλοκαιριού το χάδι.
Ήταν τα πόδια σου γυμνά, Θεού πρώτο σημάδι.

Σε κοίταξα κάπως δειλά. Πώς έσκυψες το βλέμμα!
Ποια να ‘ναι αυτή η ζαβολιά που κρύβεται στο ψέμα;

Τα μάτια έστρεψες σιμά ν’ αγγίξεις τη ψυχή μου.
Αν είχα κάτι να σου πω, αυτό ήταν η σιωπή μου.

Μια ενοχή σκεπάστηκε στου γέλιου σου τ’ αστείο.
Ήταν το γέλιο πιο πικρό και από βαρύ φορτίο.

Οι έγνοιες σου γίναν, μεμιάς, τόπος σεμνός λατρείας.
Κοίταξα, μέσα στο κενό, τον τρόμο αυτό της απουσίας.

Είναι μαγεία να μπορώ να βρίσκομαι κοντά σου.
Να σέβομαι, κάθε λεπτό, τους χτύπους της καρδιάς σου.

Οι ανάσες που μας χώρισαν, αυτές και μας ενώνουν.
Κι’ όταν καθόμαστε μαζί, το νιώθω, μας πληγώνουν.

Εγώ είμαι αυτή που δεν μπορείς να έχεις πιο κοντά σου.
Κι εσύ είσ’ αυτή που αγαπώ, σαν είμαι μακριά σου.

Φίλη ακριβή, που δεν μπορώ σαν φίλη να σε βλέπω.
Πάνω στο στήθος σου μετρώ τα χρόνια που δεν έχω.

Είναι οι ώμοι μου μικροί και γέρνουν στη φωνή σου.
Είναι η πείρα μου ά-πειρη, ν’ αντέξει τη δική σου.

Η αγάπη έμεινε αδειανή στο σύμπαν να κινείται.
Κι εσύ την βάζεις να μιλά, γι’ αυτό και σ’ εκδικείται.

Πολύπαθη, πολύγλωσση και, πάντα, πλανεμένη.
Όρκο θα έπαιρνα ιερό, πως είσαι σαλεμένη.

Καθίσαμε έτσι απλά, μαζί, ένα μεσημέρι.
Έν’ αεράκι πρόφτασε και σου ‘πιασε το χέρι.

Απέραντη ανεμελιά για τόση στοχασιά μας.
Καθίσαμε έτσι απλά και σου ‘πα, ΄΄στην υγειά μας΄΄ …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΝΕΙΡ' ΑΞΟΔΕΥΤΑ

Σ’ ένα περβάζι αδειανό, χωρίς φυτού ζωντάνια
και πιο παλιό κι απ’ τον καιρό, που κρύβει την γυαλάδα,
ενός βοριά, ξερά τα φύλλα έπεσαν
και στους αγκώνες τους γυρτούς,
ψυχρό ένα ρίγος, στην καρδιά μου, ένιωσα.

Όνειρ’ αξόδευτα πολλά στου νου μου τη θολούρα.
Και σε μια στείρ’ αναβροχιά,
που γέρνει κάτω τα κλωνιά,
έγειραν οι ώμοι μου σκυφτοί
στου δρόμου τη βαβούρα.

Ταξίδευσα σ’ άλλα νερά.
Ανόθευτα, καθάρια και πηγαία.
Σε ίσκιους δέντρων θαλερών και σε βουνά
Στης μοναξιάς τ’ ανήλιαγα σοκάκια,
τα μοιραία.

Όνειρ’ αξόδευτα πολλά! Όνειρ’ αξόδευτα τρελά!
Μα, εσύ, κοντά μου μείνε όσο πάει.
Μπορείς κι έτσι να ξοδέψεις μια ζωή.
Με μια ζωή που, αξόδευτα,
στο πέρασμά της καρτεράει.

Συγχώρεσέ με που τα λόγια σου,
βαριά ηχούν στ’ αυτιά μου.
Συγχώρεσέ με που ελίσσομαι,
σαν με κοιτάς και, πιο πολύ,
σαν είσαι μακριά μου.

Μεσ’ την απόσταση αυτή
είν' όλα αυτά που κρύβουν τα χαμένα,
που φως σαν δουν και ακουστούν,
με μιας αγάπης δυνατής, σαν παρανάλωμα φωτιάς,
αντάρια όλα θα καούν τα πεπραγμένα.

Μείνε κοντά μου όσο πάει κι όσο αντέξεις.
Μείνε κοντά μου για όλα αυτά, που σαν παιδί, θα τα πιστέψεις.
Φύγε, όταν έρθει η ώρα αυτή, που δεν υπάρχει.
Είναι το όνειρο φτωχό να σε κρατήσει.
Είναι η αγάπη μου γερή να σ’ αγαπήσει.



Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ

Μια μαύρη τρύπα είδες χθες και είπες ΄΄θα περάσω΄΄.
΄΄Σ’ αυτή τη μαύρη λησμονιά, ίσως και να ξεχάσω΄΄.
Μια μαύρη τρύπα είδα χθες και είχε τη μορφή σου.
Ίσως, στη μαύρη αυτή γωνιά, να κρύβεται η ψυχή σου.

Οι μαύρες τρύπες που θωρείς, ψηλά όταν κοιτάξεις,
είναι από μόνες ένα φως, αχνό, για να υπάρξεις.
Μέσα στο τρέμουλο αυτό που σβήνεται η ματιά σου,
πάρε τη μαύρη ατραπό, για να 'βρεις τη γενιά σου.

Όχημα άχρονο, ‘λαφρύ, απ’ άνεμο φτιαγμένο.
Δείχνει να χάνεται λαμπρό, μα είναι στεριωμένο.
Μπες και ταξίδεψε σ’ αυτό που έγινε σκιά σου.
Είναι μια μαύρη και λευκή οδός στην μύχια μοναξιά σου.

Δεν θα σε βγάλει στο γνωστό, μα στ’ άγνωστο σαν πρώτα.
Δεν θα ‘ναι απρόσμενο κακό, μα μιας Ιθάκης ρότα.
Μέσα στο απύθμενο βαθύ, θα βρεις την ομορφιά σου.
Και, όταν γυρίσεις από κει, θα ζω στην αγκαλιά σου.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΑΝ ΑΛΛΟΣ ΑΜΛΕΤ ...

Εσήμανε μεσάνυχτα. Τραβάει για το κρεβάτι.
Είναι η γκρίζα παγωνιά, μια νεκρική απάτη.
Στη βάρδια και τη σκοπιά, πιστός αυτός της Βασιλείας.
Φυλάει το κάστρο μιας γενιάς, μιας άλλης δοξασίας.

Κάτω από βλέφαρα κλειστά,
γλιστράει, σαν φίδι, η αλλόκοτη ιστορία.
Και πριν αστέρι να φανεί στον ουρανό,
ξυπνάει, αίφνης, η αθώα φαντασία …

… Σιγά! Και, να, που καταφθάνει!
Ίδια στην όψη του νεκρού, απρόσκλητη ψυχρή φιγούρα!
Προστάζει λόγια του Θεού κι, από τα τείχη,
υψώνεται στου χρόνου τη βουβή και άκαρπη θολούρα!

Σαν κόκκος άμμου τόσος δα,
που, όμως, της σκέψης του το μάτι το πονάει,
σαβανωμένη προχωράει η συμφορά
κι ένας χρησμός πάνω στη γη βαρυγκωμάει! …

« … Αν έχεις μέσα σου φωνή, βγάλε μιλιά!
Να μ’ αναπαύσεις, τώρα δα, σου το ζητάω!
Έχεις αέρινη μορφή και μια ματιά!
Όλα τα όπλα που κρατώ, χάμω αδρά πετάω!

Καλό μου Πνεύμα, πάρε, από με, αυτή την άθλια μαυρίλα!
Όταν θα έρθει η στιγμή που προσδοκώ, θα ΄ναι ο θάνατος γλυκός, σαν την ελπίδα !
Ο μελανός αυτός χιτώνας που φορώ, στα αδειανά τα μάτια μου ταιριάζει!
Κι είναι το κρίμα πιο βαθύ και πιο πικρό, όταν το πένθος το βαρύ με κομματιάζει!

Όσο κρυφά κι αν είν’ θαμμένο, θα φανεί!
Είναι το πνεύμα του πατέρα μου οπλισμένο!
Σαν άλλος Άμλετ, η καρδιά μου καρτερεί
να ‘ρθει το τέλος το φριχτό που περιμένω! … »


Ελένη Σεμερτζίδου

ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΟΣ

Ροδόσταυρο σε είπανε. Εξάγγελο και Πρίγκιψ.
Φως της Σοφίας και του Νου.
Θεράποντα της λύπης.

Το έμβλημά σου φανερό της άπειρης μορφής σου.
Είχες τον Κύκλο και Σταυρό,
κλείδα της τέλειας ζωής σου.

Μέσα σε όρια στενά, καρφώθηκε το πεπρωμένο.
Κι ήταν σημάδι θεϊκό,
πως ήσουν ρόδι μυρωμένο.

Το έργο σου πολύ βαρύ. Να σώσεις, λέει, την ανθρωπότης.
Κι μεσ’ σε Ύδωρ, Πυρ και Γη,
έγινες του Θεού ο δότης.

Σαν πελεκάνος που τολμά να θυσιαστεί για τα μικρά του,
έγινες συ και ο στεναγμός,
οι δυό εκφάνσεις του θανάτου.

Με ξορκισμούς και προσευχές επικαλέστηκες το Θείο,
και χορτασμένος από φως,
μπήκες στον ρόλο του Αγίου.

Μα, οι ξορκισμοί σε κυνηγούν, όταν τη φύση σου προδώσεις,
και είναι δαίμονας κρυφός,
η μοναξιά, όταν ενδώσεις.

Συλλήπτωρ είσαι Ιδεών και όχι λαμπρός Γεννήτωρ!
Τι νόμισες, Ροδόσταυρε;
Πως θα ‘σαι, πάντα, Νίκων;

Πιστός στην αιωνιότητα, τα πάθη σου μισούσες.
Δεν δάκρυζες, δεν πόναγες.
Τη λευτεριά ζητούσες!

Τώρα αέρινα πετάς. Ερμείο πλάσμα του πλανήτη.
Και, όταν ανθρώπους συναντάς,
κλαις που αρνήθηκες τη λύπη.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Είμαστε τρεις και, πάντα οι δυό, από τους τρεις, καραδοκούνε.
Χωρίς Θεό, εμείς οι τρεις ψάχνουμε αυτό που δεν θα βρούμε.
Είναι μαρτύριο σωστό, εμείς οι τρεις μαζί να ζούμε.
Σ’ ένα δωμάτιο στενό, τον εαυτό μας να μισούμε.

Είμαστε τρεις και, πάντα οι δυό, από τους τρεις, θολά κοιτούνε.
Χωρίς Σταυρό και στεναγμό, για ποια Ανάσταση μιλούμε;
Εμείς οι δυο, από τους τρεις, και ο ένας, πάντα, να φοβάται
πως, σαν χαράξει η αυγή, δίπλα στους δυό μας θα κοιμάται.

Εμείς οι τρεις και άλλοι τρεις και ακόμη τρεις και όσοι χωρούνε.
Σ’ ένα δωμάτιο μισητό, στο φως τα πάθη αντηχούνε.
Εμείς οι τρεις κι άλλοι τρεις είναι αργά να χωριστούμε.
Από τις θύρες τις κλειστές, μαζί κι οι τρεις χωράει να βγούμε;

Εμείς οι τρεις και άλλοι τρεις και ακόμη τρεις και όσοι χωρούνε.
Πολύ το φως πάνω στον τοίχο τον γυμνό, να το θωρούμε.
Εμείς οι δυό, από τους τρεις, το βλέμμα τ’ άλλου να φορούμε.
Για να θυμίζουμε σ’ αυτόν ότι ποτέ δεν τον ξεχνούμε.

Εμείς οι τρεις και, όμως, οι δυό, πάντα, τον άλλον υπερβαίνουν.
Σ’ ένα παιχνίδι αντοχής, τα νεύρα είναι που παλεύουν.
Εμείς οι τρεις είναι αργά, μα και νωρίς, να φανταστούμε
πως, θα ‘ρθει η μέρα που οι τρεις, δεν θα ‘ναι τρεις και δεν θα ζούμε.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΗΜΥΔΑ

Λευκή και λυγερόκορμη
Ψηλή με περηφάνια
Νίκησες την αφάνεια
ως τ’ ουρανού την άκρη.

Και η σκιά που άπλωσες,
καλύπτει κάπως άβολα
όλης της Γης τα μάκρη.

Χρυσή η καρδιά σου σαν μιλάς.
Σου στρώνουνε το διάβα σου
τα χρυσαφένια φύλλα.
Που σαν ξεκίνησες δειλά,
απλώθηκες με σιγουριά
ως της ψυχής τα έγκατα.
Και μια φωνή μοιράστηκες,
που κράζει,
Τώρα μίλα!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟΝ ΑΒΟΛΟ ΓΡΑΦΕΑ ΣΟΥ


Στον άβολο γραφέα σου, μην ψάξεις για αλήθεια.
Τι θα τον κάνεις να κρυφτεί βαθιά στα παραμύθια.
Στον άβολο γραφέα σου, μην ψάξεις για σημάδια.
Τι θα τον κανείς να στραφεί σε άγονα λιβάδια.

Στον άβολο γραφέα σου, το γέλιο μην αφήσεις
να βγει απ’ τα χείλη τα κλειστά, χωρίς να τα μισήσεις.
Είν’ η καρδιά του παιδική στη στείρα Ιστορία
και δεν μπορεί ν’ ακροβατεί σε άκαρπη πορεία.

Στον άβολο γραφέα σου, τα χέρια σου να δώσεις
και, από το γάλα της ψυχής, να τον μετουσιώσεις.
Είναι τα μάτια του βαθιά και ο νους του απλωμένος
και δεν μπορεί να ξεψυχά σ’ ανώφελους ανέμους.

Στον άβολο γραφέα σου, το βλέμμα σου ν’ αφήσεις,
σαν ένα χάδι τρυφερό και να τον αγαπήσεις.
Είναι τα χείλη του κλειστά, μα, πάντα, διψασμένα
κι’ αν τα φιλήσεις στοργικά, θ’ ανοίξουνε για σένα.

Στον άβολο γραφέα σου, βολή ‘ναι η μιλιά σου.
Σαν μια σφαίρα που περνά, τρυπάει τα όνειρά σου.
Είναι το πένθος του βαρύ γι’ αυτές τις φλυαρίες
και θα τον κάνεις να στραφεί σε μαύρες φαντασίες.

Στον άβολο γραφέα σου, δείξε εμπιστοσύνη.
Είναι μικρή η λογική και κρύβει τη σελήνη.
Ο άβολος γραφέας σου, θα γίνει βολικός σου.
Όταν θελήσεις να τον δεις, σαν να ‘ταν ο εαυτός σου.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΛΙΟΤΡΟΠΙΟ

Σε μίας νύμφης το κορμί, Κλυτία τ’ όνομά της,
ήρθες κι’ ανάστησες εσύ την σπάνια ομορφιά της.
Λιοτρόπιο, που το πρωί τ’ άνθη σου ανθαίνουν
και μία μέθη, στην καρδιά, χαρίζουν και ευφραίνουν.

Στρέφεις τα φύλλα σου εκεί που ο ήλιος τα χτυπάει.
Γύρω από πρόσωπο θεού, η μοίρα σου γυρνάει.
Το φως του είναι πολύ να θρέψει το βλαστό σου.
Και γάργαρο είν’ το νερό στα μύχια των ριζών σου.

Σαν σε αγώνα αντοχής, την κίνηση γυρεύεις.
Ολημερίς και οληνυκτίς λυγίζεις και θεριεύεις.
Μα είν’ παράξενο πολύ σ’ αυτή την αγωνία,
να κρύβεται μια φωτεινή και εξαίσια οπτασία.

Απόλλων’, αργυρότοξε, θεέ του υψινέφους,
λιοτρόπιο εδιάλεξες για το δικό σου πένθος.
Έδωσες χρώμα βιολετί, μαβί και πονεμένο
και ένα άρωμα γλυκό, σαν όνειρο χαμένο.

Τώρα, στα γόνατα λυγάς, της νιότης σου το κάλλος.
Για την Κλυτία σου ξεσπάς και για το δόλιο πάθος.
Αυτό που σε σαγήνευσε, το σκότωσες με βία.
Λιοτρόπιο το έκανες να λάμπει από ευτυχία.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΠΑΤΗ

Αν βάλω μέσα στο σακί αυτό που θε να κρύψω,
πολύ πιο άδειο θα ‘ναι αυτό, για να σ’ εξαπατήσω.
Θα έχει μέσα όλα αυτά που δεν έχει η καρδιά μου
και θα ‘ναι λόγος σοβαρός να χάσω τη μιλιά μου.

Αν βάλεις μέσα στο σακί αυτό που θες να κρύψεις,
πολύ πιο άδειος θα ‘σαι συ, για να μ’ εξαπατήσεις.
Θα ‘ναι το βλέμμα σου σκληρό, τραχύ και λερωμένο
και μεσ’ απέραντη νυχτιά θα ζει κατατρεγμένο.

Στο ίδιο μέσα το σακί, μην βάλουμε το ψέμα,
γιατί απ’ το βάρος το πολύ δεν θα βαστάν τα χέρια.
Θα είναι ο πόνος δυνατός και ο κάματος κατάρα
και το πρωί, στον ουρανό, ο ήλιος μια τρομάρα!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ

Είν’ τα ερείπια πολλά τριγύρω σκορπισμένα
και είναι περίεργο πολύ, πώς είναι φωτισμένα!
Από το φως της ομορφιάς, αυτό της αρμονίας,
της χάρης, της κομψότητας, της υψηλής σοφίας!

Τριγύρω τα ερείπια, πολλά είναι και φωνάζουν!
Σε μια θεσπέσια μορφή, αυτά είναι που φαντάζουν
ως ένα κόσμημα του νου και χάρισμα ευφυΐας,
ως κάλεσμα του ουρανού και δείγμα φαντασίας!

Πολλά είναι τα ερείπια και είναι χρυσωμένα.
Από ένα σπάνιο υλικό, πώς είναι καμωμένα!
Λάβρη η όψη τους πολύ, λάβρη και η ματιά τους
και είναι λευκά και μακριά τα χέρια τα δικά τους!

Πολλά είναι τα ερείπια και έχουν περηφάνια!
Πάντα περνούν καμαρωτά, με σφρίγος και ζωντάνια!
Το ύφος έχουνε βαθύ, γλυκό και ευλογημένο!
Βάζουν το όνειρο να ζει σε δρόμο μυρωμένο!

Τα ερείπια είναι πολλά! Ακούω τη φωνή τους!
Είναι ο λόγος δυνατός να ζουν στην εποχή τους!
Μεγάλα έργα, θαυμαστά γεννάει η γενιά τους!
Και είν’ ερείπια σωστά, σαν γέρνουν στη σκιά τους!


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Μέσα σε άχαρο δωμάτιο αδειανό,
με ήχους έσμιξε το άβγαλτο κενό.
Και σ’ ενός τοίχου, τη λευκή υγρή φρεσκάδα,
γύρισε ο νους στης πρώτης νιότης τη λαχτάρα.

Αέρινη, λευκή, αισθαντική!
Περήφανη, γενναία, εκρηκτική!
Αδάμαστη, πολύτιμη νεότης!
Κρύβεσαι τώρα μέσ’ το θάμπος των ματιών
και αναζητάς τους ήχους των αθώων τραγουδιών!

Ήσουν μαζί μου πιο πιστή και πιο ωραία,
εκεί που άνοιγε και έπεφτε η αυλαία.
Αυτή την ώρα που μονάχη σου, θανάσιμα, γλεντούσες,
στο χειροκρότημα, στα φώτα, στις φωνές που αναρριγούσες.

Είχες την πίκρα ελιξίριο ζωής.
Γινόσουν όμορφη απ’ τους πόθους της φυγής.
Κι απεγνωσμένα σ’ ένα χέρι εκλιπαρούσες,
να βρεις τροφή για κάθε όνειρο που ζούσες.

Ήταν το δίκαιο και το άδικο κοντά σου.
Γινόταν τ’ άγνωστο του δρόμου, η καρδιά σου.
Κι εκεί που χάραζε ο ήλιος την αυγή,
είχες το πένθος να σκιάζει τη ψυχή.

Αυτός ο κόσμος δεν γυρνάει στους ρυθμούς σου.
Είναι φτωχός για τους αστείρευτους λυγμούς σου.
Μικρή και έρημη, ευφάνταστη νεότης!
Είναι μεγάλη η βοή της ανθρωπότης!

Μέσα στο άχαρο δωμάτιο, τ’ αδειανό,
έψαξα να βρω το απέραντο λευκό.
Μπογιά νωπή και γκρίζο πλάνο η σιωπή της.
Μια νοσταλγία να θυμίζει τη φυγή της.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΘΥΣΙΑ

Ποια να ‘ναι τούτη η λογική, στ’ αλήθεια, που φωνάζει,
πως η αγάπη μας αυτή με μια θυσία μοιάζει;
Μην είν’ οι μέρες φθονερές και οι καιροί πιο σκάρτοι;
Μην είν’ ο ήχος της καρδιάς, σαν κάρβουνο στη στάχτη;

Από την πρώτη τη ματιά, το τέλος αντηχούσε.
Μα ένα τέλος, σαν κι’ αυτό, ζωή αναγεννούσε.
Στα χέρια μου και την αφή ξύπνησε ο καημός σου
κι, από μια λύτρωση αγνή, αρπάχτηκε το βιος σου.

Ήταν απρόσμενο το χθες για τ’ αύριο που σιμώνει.
Κι εσύ μου είπες σ’ αγαπώ στο μέλλον που τελειώνει.
Βαριά θυσία οι νυχτιές κι’ ο ήχος της φωνής σου
που μου ‘παν, μ’ όνειρο στερνό, να σβήσω τη μορφή σου.

Αυτό που χάθηκε εδώ, ο νους τ’ αναπτερώνει.
Σε έναν χτύπο της στιγμής αλλάζει και φουντώνει.
Είν’ η θυσία μας αυτή μια πλάνα φαντασία!
Γιατί χαρίζει στην ψυχή, για πάντα, Αθανασία!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΡΗΜΗ, ΓΚΡΙΖΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

Λευκό σεντόνι ρίχτηκε στης άμμου την αλμύρα …
Αλλοπαρμένο το νερό ορθώθηκε σε κύμα …
Στις δυνατές του τις κραυγές στα βότσαλα που σκάει,
ήρθαν οι μνήμες ζωντανές στο φως που αναπολάει …

Έγειρες … Κάθισες σιμά στου χρόνου τη λευκάδα …
Σώμα που πάλλεται, σαν μπει σε τούτη τη ‘λαφράδα …
Τα χέρια αφέθηκαν να βρουν του δρόμου τη πυξίδα …
Κι στο κορμί σου μ’ έβγαλαν, μια άγκυρα σ’ ελπίδα …

Νερά θολά, βαθιά, ‘λμυρά, ψυχρά και ταραγμένα,
τα πόδια σφίχτηκαν γερά σε όνειρα πιο ξένα …
Σε οπτασία μαγική που πρόβαλε μπροστά μου,
είδα, στου πόθου την οργή, να κρύβεται η χαρά μου …

Φιλί απώθησες να βρει το τέλειό σου στόμα …
Χείλη που τρέμουν, πιο πολύ, κι απ’ άνεμου τη φόρα …
Πεθύμησα τη ζεστασιά, κείνη της φυλακής σου …
Μα η πικρή λαβωματιά ματώνει στη φυγή σου …

Έρημη, γκρίζα ακρογιαλιά … Την αγκαλιά σου κλείσε …
Τα φύκια σου κάνε δεσμά και ένα σώμα ντύσε …
Αέρινο ένδυμα, μακρύ, η σκέψη που σε φέρνει …
Το άγγιγμα της προσμονής, τη μοναξιά γυρεύει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣΜΑΤΑ

ΑΣΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Σαν γυρισμός από μια χώρα πάντα ξένη,
βρήκα το δρόμο για το φως σου που ανατέλλει.
Ξανθό λιμάνι, σε μια θάλασσα γαλάζια.
Στο χέρι μου έβαλες του ονείρου τα μπαγάζια.

Άσε με να ‘ρθω πιο κοντά στην αγκαλιά σου.
Είμαι παιδί και δεν αντέχω μακριά σου.
Δεν είναι τ’ όνειρο πιο ξένο απ’ την αλήθεια.
Είναι η μοίρα των μικρών στα παραμύθια.

Ένας μικρός είμαι και ‘γω και δες πονάω.
Σε ποια ιστορία γυρισμού εγώ χωράω;
Είναι το σώμα σου, φυγή και επιστροφή μου;
Είναι η καρδιά σου, η πικρή απαντοχή μου;

Άσε με να ‘ρθω πιο κοντά στην αγκαλιά σου.
Είμαι παιδί και δεν αντέχω μακριά σου.
Βάλε σ’ αυτόν τον γυρισμό μου μια τελεία.
Λιμάνι ψάχνω στη φτωχή μου φαντασία.


Ελένη Σεμερτζίδου

Ο ΠΕΠΛΟΣ

Είναι ο πέπλος της ζωής περίτεχνα φτιαγμένος.
Με άπειρα διαμαντικά και πέτρες πλουμισμένος.
Σαν τον αγγίξεις, θα αισθανθείς βαθιά μεσ’ την καρδιά σου,
βαρύ ένα ρίγος για να ζεις θολά τα όνειρά σου.

Είναι ο πέπλος της ζωής μια μυστική αξία.
Σαν ένας ήχος που δεν ζει παρά στη φαντασία.
Άσε να πέσει καταγής και τότε κοίταξέ τον.
Αυτό που κρύβονταν στο φως, δειλά τραγούδησέ το.

Φτωχό είν’ το τραγούδι μου για έναν τέτοιο πέπλο.
Μακρύ το χάος για να βρω το ακριβό μου μέτρο.
Το όριο και τη σιωπή, μου τα ‘φερε ένα αγέρι.
Και τ’ όνομά σου χάραξε στου πέπλου μου τ’ αστέρι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ

Μικρή μου φυσαρμόνικα, παίξε μου μία νότα.
Αγέρωχη, ευγενική, ρομαντική σαν πρώτα.
Περνά και χάνεται ο καιρός, βαριά ανταριασμένος
κι εσύ πανάλαφρα φυσάς του κόσμου τους Οθέλους.

Μικρή μου φυσαρμόνικα, στείλε για με μια ελπίδα.
Ήχος ανέμελος, κοφτός και να ‘ναι σαν το κύμα.
Πολύ μικρό το πέρασμα κι ο χρόνος απειρίζει,
μια μελωδία αισθαντική που την καρδιά αγγίζει.

Μικρή μου φυσαρμόνικα, τα όνειρά μου ζήσε.
Στα χέρια μου τα στοργικά, την ομορφιά σου κλείσε.
Τα χείλη μου δώσαν πνοή σε σέ, μικρή μου αγάπη
και συ τραγούδι μού ‘παιξες γλυκά, σαν ένα χάδι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ

Κάθε φορά που το μυαλό, τρελά αργοσαλεύει
και, σαν πουλί, αναζητά να βγει σε άλλα μέρη,
υγρά σοκάκια, σκοτεινά, με φως από φεγγάρι,
διαβάτες φέρνουνε αχνούς στου δρόμου το φανάρι.

Από παράθυρο μικρό, φτηνού, χλωμού κοιτώνα,
τα μάτια ανοίγουνε να δουν αυτή την πλάνα χώρα.
Κι είναι οι νύχτες πιο θαμπές, χωρίς ένα σημάδι,
που θα σε βγάλει, ξαφνικά, στου δρόμου το φανάρι.

Κάτσε από κάτω και θα δεις χρυσές που είναι οι στάλες.
Αυτές που πέσαν καταγής, σαν τ’ ουρανού τις χάρες.
Πολύ του κόσμου η αναβροχιά για μία τέτοια μπόρα,
στου δρόμου το φανάρι εχθές σταμάτησε η ώρα.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΩΡΕΣ ΒΑΘΙΕΣ

Ώρες βαθιές, ρηχό κενό, ποια είναι η φωνή σας;
Μην χάθηκε στ’ απόμακρο κρυφό της εποχής σας;

Ώρες βαθιές, στείρα πηγή κι απόκρημνη αιτία.
Είναι το τίμημα βαρύ για μι’ άλλη ευτυχία.

Ώρες βαθιές, κι εγώ μαζί, στη δύση που ορίζουν.
Ρωτάς τι είναι η ζωή κι αυτές σ’ αποκοιμίζουν.

Ώρες βαθιές, αυτές κοιτώ, την ώρα που βαδίζω.
Σε κάθε νεύμα και σιωπή, το τέλος αντικρίζω.

Ώρες βαθιές, τελειώνετε, στο τέλειωμα της μέρας.
Είστε κι εσείς, όπως κι εγώ, κατάκοπος δρομέας.

Ώρες βαθιές, είναι ντροπή να σας ζητώ να σβήσετε τον χρόνο.
Είναι ντροπή να εκλιπαρώ να ζω σε άδειο χώρο.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΜΙΛΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΟΥ ...

Σμιλεύοντας τον χρόνο σου …
Με ξέβρασε το κύμα …
Σε ό,τι αιώνιο που ποθεί …
Ν’ αντέξει μεσ’ το κρίμα …

Ήμουν σε σπόρο που οι καρποί αργούν να ωριμάσουν …
Ήσουν σε χρόνο καρπερό … Γεννούσες τα παιδιά σου …
Έψαξες … Πάλεψες να βρεις τη γήινη ευτυχία …
Μπερδεύτηκα στον πηγαιμό και στη φιλοσοφία …

Θέληση, Φύση, Ριζικό … Πώς όμορφα ταιριάζουν!
Σε σώμα, απ’ όλα πιο αγνό, μπορούν να συνταιριάζουν …
Αυτά που Πνεύμα αντιδρά και βία ξεσηκώνει …
Στα χέρια σου και την καρδιά, η αλήθεια δεν τελειώνει …

Σμιλεύοντας τον χρόνο χθες … Σε χρόνο που δεν σώνει …
Κοντά σου ήρθα … Μια φωνή … Ολούθε να σιμώνει …
Στο αίνιγμα και τη φυγή που τρέφει η γενιά σου…
Αντέταξα την ομορφιά που ήθελε η ματιά σου …

Ο χρόνος που για σε περνά … Για μέ πια δεν υπάρχει …
Κι αν ήρθες κάπως πιο νωρίς … Τι νοιάζεται η αγάπη; …
Είναι που όταν, ηχηρά, χορεύεις τον χορό της …
Στα λόγια της τα μαγικά γλεντάει τον χρησμό της …

Σμιλεύοντας τον χρόνο σου … Στον χρόνο μου σε βρήκα …
Γεννήθηκες ένα πρωί … Γεννήθηκα μια νύχτα …
Σ’ ένα προβάδισμα ζωής που η μοίρα το ορίζει …
Σου είπα πως σε αγαπώ για ό,τι μας χωρίζει …



Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Με ένα χέρι πάνλευκο, ο κύκλος διεγράφη.
Σε χώμα σκούρο κι άνυνδρο, η αλήθεια ενυπάρχει.
Ήταν το δάχτυλο λεπτό, μακρύ και πονεμένο.
Κι σ’ ένα πλήθος που βοά και κράζει σαλεμένο,
θαρρείς πως όρισε δειλά, για πάντα, το χαμένο.

Εκεί που κλείνεται αυτό, στην τέλεια αρμονία,
μοιάζει με βάσανο σωστό να ψάξεις την ουσία.
Δεν είν’ ουσία που μπορεί την ύπαρξη να σώσει,
αλλά χαμόγελο πικρό σκεπάζει ένα ριζικό
που ήρθε, με χέρι θαρρετό, τον κόσμο να μερώσει.

Μερώθηκαν όλοι οι καημοί. Μερώθηκαν τα πάθη.
Μερώθηκαν οι στεναγμοί σ’ όλης της γης τα μάκρη.
Μα, το χαμόγελο πικρό ακόμη παραμένει.
Κι αν τον ρωτήσεις, θα σου πει ότι, από ένστικτο βαθύ,
έκανε πως αδιαφορεί για καθενός τα λάθη.

Ήταν σημάδι θεϊκό! Ο κύβος πια ερρίφθη!
Στο αίμα που ‘γινε κρασί, ο κύκλος απερρίφθη!
Έμεινε μόνο μια μικρή γραμμή απ’ την ευθεία …
Κοίταξε πόσο, ξαφνικά, σκοντάφτει στη γωνία!

…

Ω! Αθωότητα εσύ! Εσύ είσαι το σημάδι!
Πάνω σε βλέμμα που μπορεί να βλέπει στο σκοτάδι!
Το χέρι μου, πόσο ωθείς τον κύκλο να χαράξει!
Μα, είν’ το πλήθος πια βουβό τον λίθο να πετάξει!



Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΠΟΥ ΦΥΣΑΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ ...

Σαν τα κλωνάρια που κουνούν τα φύλλα της γενιάς τους,
ψηλά, τα νήματα κινούν τους νόμους της καρδιάς τους.
Πολύ μακρύ το ριζικό για κάτι που λυγάει.
Πολύ μακριά μια διαδρομή που τέλος συναντάει.

Κλωνάρια είναι και λυγούν σ’ απίστευτους ανέμους.
Ψυχές που παύουν να ηχούν σε άμωμους αγγέλους.
Ψιλή βροχή που σαν χτυπά το τζάμι για ν’ ανοίξει,
φέρνει μαζί και μια οσμή θανάτου, να σε πνίξει.

Όπου φυσάει ο άνεμος … Βλέπουν …
Τη μια, πώς γέρνουνε εδώ … Την άλλη, προβλέπουν …
Στ’ ανεμοβρόχι του χθες, η μοίρα ανταμώνει …
Παλιά η βάρκα, αν θες … Ψαριά δεν ζυγώνει …

Όπου φυσάει ο άνεμος … Γύρνα! …
Βίρα τις άγκυρες κι άιντε … Ξεκίνα! …
Είναι φευγάτο του χρόνου το αγνάντι …
Είναι καημός που ανταμείβει με δάκρυ.

Όπου φυσάει ο άνεμος … Πάω! …
Παίζω καλά! … Προσμένω! … Γελάω!
Μια περιπέτεια μου ‘πες πως θα ‘ναι …
Όπου φυσάει ο άνεμος … Θα ‘ναι …


Ελένη Σεμερτζίδου

Ω, ΠΟΛΗ ΓΛΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΑΓΕΜΕΝΗ!

Ω, πόλη γλυκιά και μαγεμένη!
Από τους ήχους των ονείρων σου, φτιαγμένη!
Με ροδαλά τα πρόσωπα, χέρια λευκά και την καρδιά αγνή, αγαπημένη!
Σε άδεια χρόνια μισητά, μικρά λαμπιόνια αστραφτερά,
κάπου μακριά στον ουρανό, σ’ είδα να χάνεσαι κρυμμένη!

Άκου! Άκου τα λόγια μου αυτά! Εσύ! Εσύ, γλυκιά μου, μαγεμένη!
Με άνεμο ζόρικο, τρανό και χρώμα κόκκινο, χρισμένη!
Στο φως σου ήρθα μια βραδιά, μέσα στο άπειρο το φως μου γεννημένη!
Κράτα με! Κράτα με, τώρα, εσύ σφιχτά! Στης εποχής την μοναξιά καλά ριγμένη!

Ω, πόλη γλυκιά και μαγεμένη! Πόσο μικρή! Πόσο μικρή είν’ η μικρή καρδιά μου, η φαντασμένη!
Με σκούρο, ξένο και φτωχό σημάδι, σαλεμένη! Στην αγκαλιά σου! Στην αγκαλιά σου κλείσε με, αφέντρα λατρεμένη!
Με γέλιο εσύ! Με γέλιο εσύ και με ελπίδα, νοτισμένη!

Ω! Πόλη! Πόλη, γλυκιά και μαγεμένη! Είναι αργά! Είναι αργά, μα και νωρίς, στην Οικουμένη!
Είσαι! Είσαι μονάκριβη, δική μου αγαπημένη!
Ήρθα ξανά! Ήρθα μονάχη μου, μια νύχτα που πεθαίνει!
Ζω φανερά! Ζω φανερά, στου πλάνου ονείρου σου τους ήχους, πλανεμένη!

Ω, πόλη εσύ! Πόλη που απέμεινες, γλυκιά και μαγεμένη! … Ναι! Σ’ αγαπώ! Ναι! Σ’ αγαπώ σ’ αυτό το σήμερα που μένει! …
Ω, πόλη εσύ! Πόλη, γλυκιά και μαγεμένη! Ίσως και συ! Ίσως και συ να μ’ αγαπάς, σ’ αυτό το κάτι που επιμένει … σ’ αυτό το κάτι που ανατέλλει …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

Σ’ ένα καπρίτσιο της στιγμής που μ’ όνειρο ταιριάζει,
σου είπα, σαν θέατρο ζωής, το έργο μας φαντάζει!
Εμείς θα είμαστε η σκιά, του ηθοποιού η ατάκα!
Το κάθε βήμα στην σκηνή θα κρύβει και μια πλάκα!

Κοστούμια σκούρα κι ανοιχτά και σκηνικά στηθήκαν!
Στην σάρκα μας και στο θυμό απέναντι σταθήκαν!
Σου ‘βαλα, πάνω στο λαιμό, σταυρό μαλαματένιο.
Μου πες ΄΄σαν Άμλετ θ’ αγαπώ, στον ρόλο όταν θα μπαίνω΄΄!

Οράτιος έγινα εγώ. Μαθήτευσα κοντά σου.
Σε κάθε πρόβα και λυγμό, κρατούσα τ’ όνομά σου.
Πολύ, το όνομα, βαρύ, στον ρόλο που κατέχεις!
Μικρή κι ανάλαφρη η ψυχή, της μιας ψυχής που έχεις!

Στο αχαλίνωτο κοινό και στους πολλούς κομπάρσους,
Ω, Άμλετ! Μπήκες, απ’ αρχής, στου κόσμου τους θιάσους!
Κι εγώ, το χέρι σου κρατώ … Σιωπώ μεσ’ τις φωνές σου …
Κι όταν το βλέμμα σου κοιτώ, μιλώ στους θεατές σου!



Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΛΛΟΠΑΡΜΕΝΗ

Αλλοπαρμένη της βροχής … Του ήλιου αλλοπαρμένη …
Αλλοπαρμένης εποχής … Του άϋλου ερωμένη …
Μ’ ασφυκτιούσα την καρδιά, πανάρχαιων αιώνων,
ζητάς στου Μάη τη γενιά, τη λάβρα των Αιόλων …

Στη λουλουδόσπαρτη τη γη, με τράγους και σατύρους,
η νύχτα πλέκει σε γιορτή του κάλλους τους απείρους …
Αρωματίζεις το κρασί, το κέφι ν’ αυγατίσεις …
Μέσα στον μούστο τον πηχτό, αγάπη δεν γνωρίζεις …

Κόρη Κενταύρου με διπλή τη φύση και τη γνώση …
Είσαι στην αύρα του νερού … Μισού θεού η βρώση …
Μεθοκοπάνε οι καημοί … Τις νύμφες κυνηγούνε …
Για ένα έγκλημα φριχτό … Τον Χάρο αναζητούνε …

Μα … Σε σπλαχνίστηκε πολύ, η Ήρα κι η Τιμή της …
Και παραμένεις ζωντανή, παρά την απειλή της …
Είσαι νεφέλη στη μορφή … Τον Δία ξεσηκώνεις …
Αλλοπαρμένη και τρελή … Το αύριο στοιχειώνεις …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΚΑΤΙ ΑΣΚΟΠΑ ΧΑΡΤΙΑ ...

Σε κάτι άσκοπα χαρτιά που ο χρόνος ξεσηκώνει,
είδα να έρχονται, ξανά, αυτά που ο νους σκοτώνει …
Σαν να τα τράβηξε το φως και τα ‘συρε στο χώμα …
Στα χέρια μου πέσαν εμπρός …Ας ήταν, Θεέ μου, όμοια! …

Πολύ η αλμύρα που μπορεί το σίδερο να λιώσει …
Κι οι αναμνήσεις, πώς περνούν, σε σκουριασμένη πτώση! …
Πέφτουν, σηκώνονται και, ευθύς, σωριάζονται και πάλι …
Κάνουν ν’ αγγίξουν το κλαδί, μα η γη βαρυγκωμάει …

Αυτά που κρύβουν τα χαρτιά, τα λόγια ανασταίνουν …
Το πρόσωπο κάνουν σκιά και φάντασμα γυρεύουν …
Φωνές που, άφωνα, μιλούν, την πάλη αντικρίζουν …
Κι, όταν ηχήσουν μια φορά, σαν φύλλα, αργά, σαπίζουν …

Αυτά τα άσκοπα χαρτιά, συρτάρι τα φυλάει …
Από τις τόσες τις φορές, τη μιά φορά ζητάει …
Που θα ανοίξει και θα δεις τις τόσες ιστορίες,
να έρχονται μία φορά, σαν γκρίζες αμαρτίες …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΠΥΘΜΕΝΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

Απύθμενος ωκεανός … απάτητο λημέρι …
Όπου το πνεύμα στρέφεται, σε σέ φυσάει τ’ αγέρι …
Από τις τόσες προσμονές, αυτή φαντάζει λίγη …
Και στις γλυκές απαντοχές, παρηγοριά δεν δίνει …

Κάθε που ο ήλιος ξεμυτά και τις κορφές σκεπάζει,
ζεστοί οι χτύποι της καρδιάς σε παγωμένο αγιάζι.
Γδέρνουν τα χέρια … τα μαλλιά ζητούν ν’ αναμαλλιάσουν …
Κι εκεί που βλέπει η ματιά … μαύρο κενό όλα μοιάζουν …

Μονάχα όταν θα φανεί και βιαστικά βαδίσει,
σε ένα σώμα τόσο δα, το όνειρο θ’ ανθίσει!
Όνειρο που ‘ναι σαν αυλός! Σκοπό που παίζει ωραίο!
Δεν είναι κούφιος στεναγμός! Δεν φαίνεται μοιραίο !

Χαμόγελο, τότε, πικρό και κάπως πειραγμένο,
πέφτει στα μάγουλα ευθύς, με κόκκινο φτιαγμένο …
Μικρή υφέρπει η πονηριά σε χείλη που φιλάνε …
Κι όταν τα μάτια απαντούν, αυτά ‘ναι που πονάνε!

Φέρε το χέρι σου κοντά στο χέρι μου και πάλι.
Ήταν τα λόγια μας σκληρά … Ήταν βαριά η πλάνη …
Σ’ έναν ατέλειωτο βυθό, πολύ είναι η φοβία.
Απύθμενος ωκεανός! … Εσύ είσαι η αιτία!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ...

Λίγο πριν απ’ τη γιορτή, Θεέ μου, τι αναμπουμπούλα!
Πιάτα ήρθαν στη στιγμή και ποτήρια από ώρα!
Κοντοστάθηκαν μεμιάς σε τραπέζι ξαναμμένο
και εις ένδειξη χαράς, καλοκάθισαν ασμένως!

Χέρια, πόδια και φωνές δώσαν ήχο και εικόνα!
Κι ήταν από τις φορές που κινείται κι η λεχώνα!
Ω, Θεέ μου! Πυρετός και χαμόγελα μεγάλα!
Μοιάζει ο κάματος γλυκός, και από του μωρού το γάλα!

Στο μικρόφωνο ευθύς, κάποιος βάλθηκε να δώσει,
την αξία που μπορεί ο καθένας μας να νιώσει!
Αχ! Τι τέλειο, θαρρείς, το κοστούμι που φοράει!
Να ‘ναι έτσι ευθυτενής, στο κοινό όταν μιλάει;

Χειροκρότημα βαρύ επισφράγισε τον λόγο,
που ο κόσμος ευτυχεί, όταν βρίσκει το αιώνιο!
Κι είναι αθάνατη η μορφή που, σε λίγο, ο φωτογράφος,
πριν προλάβει να φανεί, θα τραβήξει μέσ’ το πάθος!

Μα … Απ’ το βάθος της σκηνής … Νάτος! Κείνος που εφάνη!
Λίγα βήματα στο φως, πριν το φως του αποθάνει!
Με το βλέμμα πιο γυρτό και από τους σκυφτούς τους ώμους,
Κάτι σαν ΄΄ευχαριστώ΄΄ αγαλίασε τους όχλους.

Μέντορας εσύ του νου και Προστάτης των Γραμμάτων!
Πώς αντέχεις να επιζείς μέσ’ την πλάνη των πραγμάτων!
Δέσ’ τους όλους μια στιγμή και μετά αποτραβήξου!
Από τούτη τη γιορτή, φύγε, σαν μπορείς, και κρύψου!

Πάρε πίσω τα χαρτιά και τα λόγια που δεν είπες.
Είναι σκάρτα τα φαγιά, το κρασί όπου δεν ήπιες!
Μόνος ήσουνα και χθες κι, από σήμερα, πιο μόνος!
Λίγο πριν απ’ τη γιορτή, εζωντάνεψε ο πόνος!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ...

Κυλάν τα χρόνια που μπορούν να φέρουν λησμοσύνη …
Μα … Οι ωδές που τραγουδάς, δεν σβήστηκαν στη μνήμη …
Στη κρύα μνήμη μιας ψυχής που, γρήγορα, γερνάει
κι όχι στη θέρμη μιας καρδιάς που, θαλερά, χτυπάει …

Πολύ ζεστό, αν και πικρό, το βάθος της φωνής σου …
Όσο κι αν έψαξα να βρω, στον κόσμο, τη μορφή σου …
Δεν ήταν, μάλλον, απ’ αυτές που σ’ άσματα της μέρας,
τ’ ακούς, σαν ήχο, που ξεχνάς στο θάμπος της εσπέρας …

Εσένα το τραγούδι σου, πολύ της νιότης μοίρα …
Αξόδευτο είχε το φως και γεύση από αλμύρα …
Πάνω σε βήματα γοργά, σαν κάλπαζες μονάχη,
ζούσαν χρυσά τα ιδανικά και, σκούρα, σαν το στάχυ …

Στους δρόμους που περπάτησες, απάτητους τους βρήκα …
Παχιά τα φύλλα που έκρυψαν, στο πέρας σου, το βήμα …
Το ποίημα που έγραψες εσύ, σε πείσμα των θαυμάτων …
Μόνη το χάραξα εγώ, στην άκρη των πραγμάτων …

Σ’ αυτή την άκρη, περπατάς …Σ’ αυτήν και ανασαίνεις …
Σ’ αυτήν τραγούδια τραγουδάς κι, αδιάφορα, χαζεύεις …
Τον πόνο μου και την οργή, γελώντας, αντικρίζεις …
Κι όταν το χέρι σου ζητώ, τ’ αγέρι μού χαρίζεις …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ...

Ήταν το χθες στο σήμερα ή τ’ αύριο στο τώρα,
αυτό που έμελε να ‘ρθεί ή κάτι ακόμα πιο βαθύ,
απρόσμενο στην ακριβή και κούφια τέτοιαν ώρα; …

Απρόσμενη η απαντοχή; … Ασύλληπτη και η φωνή; …
Πόσο μπορεί ένα πρωί να φέρει, σ’ όποιον καρτερεί,
μήνυμα ότι στη γη, ο ήλιος βγαίνει την αυγή
και λάμπει όλη η Χώρα; …

Τα περιστέρια, χαμηλά, πετούν και μπλέκουν στα φτερά
καλέσματα και λόγια, σαν το πλακόστρωτο κοιτάς
να νιώσεις ό,τι αγαπάς και κρύφτηκε απ’ τη μπόρα …

Και σαν τ’ αστέρια απαντούν, σε κείνους που πολλά ρωτούν,
απίθανο και πιστευτό μοιάζει τ’ αγέρι το τρελό,
που σκόρπισε στον ουρανό κάθ’ ένα σύννεφο κακό,
και άστραψαν πανώρια …

Αστέρι που ψηλά θωρείς και, χαμηλά παραπατείς, σαν σκούρα ανεμώνα,
μην βρεις του βράχου την καρδιά, για να λαξεύσεις, στα ξερά,
τη θύελλα και τον χιονιά, μια νύχτα του αιώνα …

Γιατί τα φύλλα σου, όσο ζουν,
και τα φτερά σου, όταν πετούν,
κάνουν στα άστρα μια ευχή, στον ήλιο μία προσευχή,
να με ζεσταίνει ακόμα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, ΜΑ ΚΑΙ ΣΟΦΟ ...

Πρωτότυπο, μα και σοφό …
Το βάθος των ανθρώπων …
Τι να το κάνεις, σαν φθαρεί
το βλέμμα των προσώπων; …

Πρωτότυπο, μα και σοφό …
Το κύρος που γοητεύει …
Τι να το κάνεις, σαν χαθεί
αυτό που ανδριεύει; …

Πρωτότυπο, μα και σοφό …
Το θαύμα των θαυμάτων…
Τι να το κάνεις, σαν σβηστεί
το κάλλος των πραγμάτων; …

Πρωτότυπο, μα και σοφό …
Η αυγή όταν χαράζει …
Τι να το κάνεις, που, μαζί,
μπορεί και σκοτεινιάζει; …

Πρωτότυπο, μα και σοφό …
Το άσμα των αγγέλων …
Τι να το κάνεις, σαν αργεί
το τέλος των πολέμων …

………………………

Πρωτότυπα, μα και σοφά …
Μού ‘πες πως μ’ αγαπούσες! …
Πρωτότυπα, μα και σοφά,
ούτε που το εννοούσες! …



Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΑΙΡΕ, Ω, ΧΑΙΡΕ ΠΟΙΗΤΗ!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Τι όμορφα τα είπες!
Μας γράφεις στίχους με ντροπή,
σε ρίμα που δεν βρήκες!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Πολύς ο στεναγμός σου!
Κι είναι το μέτρο δυνατό,
στον άμετρο ρυθμό σου!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Τι δάσκαλος και μέγας!
Τα μάτια λάμπουν, σαν σε δουν
στο πέρασμα της μέρας!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Ψηλή ‘ναι η θωριά σου!
Κι έχεις στεντόρεια την φωνή,
σαν χάνεις την μιλιά σου!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Τι λούστρο! Τι γυαλάδα!
Σε ποια σαλόνια κατοικείς
και χαίρεσαι τα βράδια!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Πολύ ‘ναι η ουσία!
Κι είναι ξεδιάντροπο αυτή
να βρει την ευτυχία!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Πώς θέλω να μου μάθεις
να γράφω λόγια στο χαρτί
γι’ αυτά που μου προστάζεις!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Δεν έχω φαντασία!
Μια στείρα μόνο λογική
και κούφια ανταρσία!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Σε σέ, οι λέξεις ρέουν!
Ενώ σε μένα, την φτωχή,
μονάχα παραπαίουν!

Χαίρε, ω, χαίρε Ποιητή!
Αυτό μου απομένει!
Να πω πως είμαι μια μικρή
και καταφρονημένη!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΡΩ ΑΚΟΜΑ ...

Θάλασσα μελαγχολική που δεν σε ξέρω ακόμα …
Μόλις θα έρθει το πρωί και θα λιαστεί το χώμα,
σε μία αύρα αλμυρή, σαν άρωμα φερμένη,
θα γείρω επάνω σου να βρω αυτό που με μαγεύει …

Θάλασσα μελαγχολική που δεν σε ξέρω ακόμα …
Μου ‘δωσες μάτια να κοιτώ, να χάνομαι αιώνια …
Σ’ ένα ταξίδι που, τραχιά, την πλάτη σου χαράζει
και τις πληγές σου μελετά, την νύχτα όταν βραδιάζει …

Θάλασσα μελαγχολική που δεν σε ξέρω ακόμα …
Πόσο πλαταίνει η αυγή, για να δεχτεί το γιόμα! …
Κι εσύ, αργά, ταρακουνάς τα φύλλα της καρδιάς σου,
σαν κάτι που ‘βαλες να ζει, θολά, στην αγκαλιά σου …

Θάλασσα μελαγχολική που δεν σε ξέρω ακόμα …
Ήταν το κρίμα πιο βαθύ κι απ’ την βαθιά σου Χώρα …
Αλήθειες σάλεψαν να πουν τα γκρίζα βλέφαρά σου …
Πόσο αγέρωχα πετούν τα μακριά μαλλιά σου! …

Θάλασσα μελαγχολική! … Τι λίγο που με ξέρεις! …
Έχω κι εγώ κάτι μικρό στον κόσμο που με θέλεις …
Σ’ αυτόν τον κόσμο της σιωπής και του καυτού ανέμου,
πολύ η απόσταση απ’ το φως … Σαν άκουσμα τ’ αγγέλου …

Θάλασσα μελαγχολική! … Μην μου κρυφτείς στα χρόνια! …
Μην δω ρυτίδες να γερνούν τα πιο κρυφά σου λόγια …
Στο άφθαρτο και στο φθαρτό … Στ’ αστέρια μην ενδώσεις …
Στο σώμα μου το ακριβό, ποτέ μην μεγαλώσεις …


Ελένη Σεμερτζίδου

(Για την Ελευθερία Μ. και τη ΄΄Θάλασσά΄΄ της …)

ΠΟΓΚΡΟΜ!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Τα κύμβαλα αλαλάζουν!
Καλώ τις σάλπιγγες να ‘ρθούν!
Τα κόρνα να λυσσάζουν!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Επίθεση και βόλια!
Καρδιά μου κάνε μια ευχή,
ν’ αντέξεις μέσ’ τα ζόρια!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Δόρατα και ασπίδες!
Κρύψου στ’ ανάχωμα εκεί,
που κρύβονται κι οι ελπίδες!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Το χέρι του με βρήκε!
Του δίνω, τώρα, μια σπρωξιά,
μα, λέξεις, μού προείπε!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Καμίνι η μιλιά τους!
Καίγονται, στάζουν σαν κερί,
τα λόγια τα φριχτά τους!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Παράθυρο και εξέδρα!
Ένιωσα, κάπως, προ στιγμήν,
του ήλιου η αφέντρα!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Τη θάλασσ’ ανταμώνω!
Από του κάστρου το πυργί,
τον θάνατο σιμώνω!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Τι λεία η αγκαλιά της!
Πόσο παχιά είν’ η σκιά,
που σκιάζει τα νερά της!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Τα μάτια τρεμοπαίζουν!
Λύνονται οι φούχτες για να βγουν
αυτά που δεν αντέχουν!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Τι έχω πια να πιάσω!
Όλα γινήκαν ένα φως!
Δεν έχω να τρομάζω!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Καλός ο σαλτιμπάγκος!
Που μ’ ένα σάλτο μού ‘δειξε
το σύμπαν να αδράξω!

Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ! Πογκρόμ!
Μετά απ’ αυτό … Σωπαίνουν …
Κι εις τους αιώνες, στη σιωπή,
των αιώνων, θα πεθαίνουν …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΟΤΙΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ...

Σε κάθε ευφάνταστη πτυχή της γκρίζας φορεσιάς σου,
φουστάνι κόκκινο, μακρύ φορούσε η σκιά σου …
Σ’ ένα σταθμό που οι ατμοί τον πνίγουν και οι κάπνες,
κάθισες κει ένα πρωί, κοιτώντας τους διαβάτες …

Διαβάτες όλοι μιας μικρής και ευθείας ιστορίας …
Σβήνονται, χάνονται στο φως της μαύρης απουσίας …
Σε μία στείρα λογική … Την ίσια τη γραμμή της,
έψαξες να ‘βρεις τη μορφή και την αγνή σιωπή της …

Διάτρητος απ’ τις ρωγμές ο τοίχος και τα χνώτα …
Θολά τα τζάμια κι υγρά … Θαμπά, όπως και πρώτα …
Πτυχές στο ρούχο σου πολλές, μου ‘κρύψαν τις αιτίες,
που στον σταθμό της αντοχής μετρούσες τις πορείες …

Βάδιζ’ αργά και σταθερά, και πέρασα από μπρος σου …
Μακρύ το βλέμμα, σαν θα δεις τον άγνωστ’ άγγελό σου …
Και, πιο μακρύ … Το ριζικό που δένει φευγαλέα,
μια παιδικότητα που ανθεί και γίνεται μοιραία …

Αβρό το άγγιγμα κι αδρό το χέρι που το δίνει …
Αυτό το χάδι δεν μπορεί να δύσει με το δείλι …
Κι οι διαβάτες που περνούν και παίρνουν την μαγεία,
σαν ερημώσει ο σταθμός, δεν ζουν στη φαντασία …

Διαβάτης ήμουν μόνο εγώ, σ’ αυτή τη διαδρομή σου …
Ανέβηκα, πρώτα, εγώ και, ύστερα, η ζωή σου …
Σε απροκάλυπτη τροχιά και σε βουβή πλατφόρμα …
Ήχησαν όλες οι φωνές που κώφαιναν στα χρόνια …

Μητέρα εσύ αλλοτινή … Φανταστική μητέρα …
Μητέρα που ‘ρθες το πρωί και άλλαξες τη μέρα …
Ερμήνευσε τη διαδρομή … Τον έρημο σταθμό μας …
Διώξε, απ’ όλα πιο πολύ, τον πιο πικρό καημό μας …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΜΙΑΣ ΑΛΛΟΚΟΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ...

Γενιές θα έρθουνε πολλές … Και τόσες που έχουν φύγει! …
Με μιας γενιάς τα σήμαντρα, δεν χαίρεσαι τ’ Απρίλη! …
Μα … Μια γενιά αλλόκοτη, με πρόσωπα και χείλια,
θα είναι, πάντα, το μηδέν ανάμεσα στα ίδια …

Μηδένισες το παρελθόν … Το μέλλον … Το παρόν σου …
Χωρίς να έχεις αριθμό, βρήκες τον εαυτό σου!
Και σ’ όσα, αλλόκοτα, μπορείς κι, αργά, να μηδενίζεις,
θα ‘μαι, στο βήμα σου, εγώ, μι’ αρχή για να αρχίζεις …

Σ’ αυτό το τέλος, που μι’ αρχή ορίζει και έναν λόγο,
έφτασες, κάθισες εκεί … Αγνάντεψες τον πόνο …
Αυτόν τον πόνο, που, δειλά, σαν θα χαθεί στο δείλι,
τον φέρνει, πάλι, η χαραυγή … μόλις κρυφτεί η σελήνη …

Με μιας αλλόκοτης γενιάς τα ρούχα … Φόρεσέ μου …
Με μιας αλλόκοτης γενιάς τη λόξα … Λάξευσέ μου …
Με μιας αλλόκοτης γενιάς, τα χρόνια σου που θα ‘ρθουν,
μην τους χαρίσεις αριθμό … Μα … Άσ’ τα να υπάρχουν …

Σ’ αυτήν την άλλη τη γενιά, με τα υγρά τα μάτια,
θα κάνεις όνειρα τρελά! … Θα ζήσεις σε παλάτια! …
Και στα μικρά και τα πολλά που θέλει η γενιά σου,
εσύ, στα χέρια, θα φυλάς την άλλη τη σκιά σου …

Αλλά … Τώρα … Που μπορείς … Τον ίσκιο μου να νιώσεις …
θέλω να μου υποσχεθείς, πως δεν θα με μαλώσεις …
Γιατί απ’ όλα που, λοξά, σου έγραψα και είπα …
Τη λέξη μόνο, σ’ αγαπώ … Την χάραξα στα ίσια …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Πικρή ελπίδα που, καλά, φυλάει τη φωνή της …
Φτάνει, σαν ψίθυρος αχνός, στην έρημη αυλή της …
Απ’ την παλιά, την ξύλινη την πόρτα,
φεγγοβολάν οι σκέψεις, σαν και πρώτα …

Γλυκά χτυπά το σκούρο καμπανάκι …
Και το νερό που ακούγεται στ’ αυλάκι …
Είναι γοργό! … Πώς, γάργαρα, κυλάει! …
Μαζί κι αυτό, εσένα αναζητάει …

Πολύ φαρδιά η σκάλα της ζωής σου …
Πατώ, δειλά, στην γκρίζα εποχή σου …
Κι μόλις φτάσω στο έσχατο σκαλί της …
Πάλι ζητώ, σε σένα, τη μορφή της …

Αναζητώ τα χέρια που μ’ αγγίξαν …
Αναζητώ χαρές που δεν υπήρξαν …
Αναζητώ τα λόγια και το νεύμα …
Αναζητώ πρωί σε κάθε γέρμα …

Θέλω να γείρω στα χέρια τα δικά σου …
Θέλω το βράδυ να μπει στα όνειρά σου …
Θέλω το κύμα της θάλασσας κι η αύρα,
χάδι ζεστό να γίνουν κι ένα θαύμα …

Αλλά … Μπορεί ένα θαύμα, στ’αλήθεια, να στεριώσει,
όταν αυτό που αργεί να μεγαλώσει,
πολλά μπορεί σκαλιά να ανεβαίνει,
μα, πέφτει χάμω, εσένα όταν γυρεύει; …

Μην ξαγρυπνάς στους χτύπους της καρδιάς μου …
Μην ακουμπάς, κρυφά, στην αγκαλιά μου …
Ένα κορμί, που ο νους του ξεγλιστράει,
είναι ψυχή που, πάντα, αναζητάει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Σαν ένα άγγελμα φριχτό, κι από θανάτου τρόμο,
Βγήκα σε δρόμο ανοιχτό, στ’ αδιέξοδο του χρόνου …
Περπάτησα ολημερίς, στο στέρνο μου χωρώντας,
όλου του χάους τη σιωπή και τις ψυχές ρωτώντας …

Φωνές γεμίσανε, μεμιάς, τους άδειους μου τους ήχους …
Σκιές τυλίξαν, με σκιά, τη μοναξιά του πλήθους …
Με μια υπόκωφη χροιά, στον πλάνο συριγμό της,
πρόβαλε μπρος μου μια σκιά, χωρίς τον εαυτό της …

Ψυχρά τα μάτια που κοιτούν τ’ ανύπαρκτο και άδειο …
Ψυχρό το φως που μια σκιά σκιάζει, σαν ναυάγιο …
Μέσα σε άψυχο σκαρί και θάλασσα πιο κούφια,
θραύσμα του ήλιου το πρωί ... Του λιμανιού τα φώτα …

Σκιά εσύ που, μοναχά, χνωτίζεις τα όνειρά μου,
δεν είν’ αργά για να χαρείς και την φριχτή χαρά μου …
Σαν τη σκιά που, σκιερά, στον ίσκιο της τραβιέται,
σ’ αυτόν εδώ τον χωρισμό, η νύχτα θ’ απαντιέται …


Ελένη Σεμερτζίδου

Ο,ΤΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΣ ...

Σ’ είδα να στέκεσαι ορθά σε μια ψηλή εξέδρα …
Σε μία άτονη γραμμή, σβηνόταν τ’ αγιοκέρια …
Φως αλλοπρόσαλλο, γυμνό, σαν την πικρή ορφάνια …
Μα … Κάποιος ψίθυρος αχνός, μιλούσε για ζωντάνια …

Πέρα από βήματα κι αργές τις σκέψεις και τις ώρες,
δεν αντηχούσαν στην καρδιά οι πιο κρυφές της χώρες …
Πολύ ισχνό και πενιχρό το κάλλος και το μένος …
Αυτά που έπασχες να βρεις, χανόταν σ’ άλλο μέρος …

Μέρος και χώρα που, θαρρείς, τα κάστρα αντικρίζει!
Μάλλον, σ’ εξέδρα μυστική, το σύμπαν ν’ αφορίζει!
Είναι σκληρός ο λογισμός για κάτι που βαραίνει …
Ό,τι ανακάλυψες εχθές, το χθες σου ανασταίνει …

Αν είν’ το χθες μια συμφορά, το σήμερα μια λήθη,
πόσο αντέχουν να ριγούν στα λόγια σου τα πλήθη; …
‘Λαφρύ το σώμα που, χωρίς την έλξη της πνοής του,
κακοφορμίζει στην αργή πορεία της ζωής του …

Σ’ ό,τι δειλά ακροβατείς, σ’ ό,τι δειλά αγγίζεις,
λύσε, επιτέλους, τη σιωπή γι’ αυτά που δεν ορίζεις …
Δεν είν’ αιτία κι αφορμή ο Μέγας Πανδαμάτωρ!
Ό,τι ανακάλυψες ηχεί στο χείλος των πραγμάτων …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ

Σαν να ‘ταν κάμποσες φορές που μέσ’ τη φαντασία,
το πνεύμα άγγιξε, θαρρείς, μιαν άλλη ιστορία …
Μιαν ιστορία που φθαρτή τη δόξα της γυρεύει
κι από όλες κείνες, πιο πολύ, τα εφήμερα γητεύει …

Πικρή η οδύνη που, εδώ, χαράζει πεπρωμένο.
Παράλογο και απατηλό, μ’ ανάσες μυρωμένο.
Χειρονομίες και σιωπές, λαχάνιασμα και μοίρα.
Όταν θα έρθει το πρωί, θα έχει η γη ελπίδα;

Πάλι την κίνηση θα βρεις. Πάλι τη σημασία.
Πάλι το νόημα θα φορεί μια γκρίζα ερμηνεία.
Κι σαν τα μάγια θα λυθούν απ’ τις ωχρές ψυχές τους,
το σώμα σου θε να πονά γι’ αυτές τις ενοχές τους.

Παρείσακτη εσύ του νου … Ηχείς μέσ’ τις σιωπές τους.
Στη σάρκα δίνεις τη κραυγή, το αίμα, τις μορφές τους …
Αντικατάστατη η φωνή ρεμβάζει και η γλώσσα.
Στην καταδίκη … στην οργή … τα πάθη γράφουν πρόζα.

Μα! … Είναι η μάσκα που μπορεί το πρόσωπο ν’ αλλάξει!
Δες! Οι κοθόρνοι! Η στολή! Ο κόσμος θα πετάξει!
Κι από ένα θαύμα μυστικό, με λάσπη σμιλευμένο,
το σώμα γίνεται, ευθύς, το άλλο πεπρωμένο!

Σώμα! Εσύ είσαι ο βασιλιάς! Πνεύμα, το τρεχαντήρι!
Ψυχή! Εσύ είσαι ο χορός στου δαίμονα τα χείλη!
Μισή ζωή στρέφεις αλλού το άσπρο σου κεφάλι!
Αλλά, επίμονα, κρατάς του ήρωα τη σκυτάλη!

… Μια ηθοποιός είμαι κι εγώ … Μ’ αγάπη σε αγγίζω …
Δεν παίζω πάνω στη σκηνή, μα τ’ άδικο γνωρίζω.
Και, σαν παράλογα θα ζουν οι πλάνες αντιφάσεις,
στην ίδια πάνω τη σκηνή, ξεχνιούνται οι αποστάσεις …

Διάλεξε εσύ τον ουρανό … Εγώ την αμαρτία …
Κρατώ εγώ την αντοχή … Εσύ την απορία …
Μεσ’ τα φτιασίδια μιας ζωής, που η Τέχνη θριαμβεύει,
Αιώνια είναι η ζωή … Παιχνίδια όλο γυρεύει …


Ελένη Σεμερτζίδου

Ο ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Αρχαίος πύργος που μετρά σε κάθε πολεμίστρα,
τον χρόνο που άφησε, βαριά, για ίχνη του, τη λύσσα! …
Αντιλαλούνε δεκαεπτά νεφώδεις οπτασίες! …
Αιθέρια είναι τα κορμιά, σαν βγουν απ’ τις αιτίες! …

Τις πρώτες ώρες της αυγής και, όχι, μεσονύχτι …
Ιππότες όλοι μιας φυγής γυρεύουνε τη λήθη …
Δύο αιώνες κατοικούν καστέλο και λιμάνι …
Από τον πύργο τον φριχτό, σαν βγούνε για σεργιάνι! …

Πλούσιο Τάγμα, ισχυρό, με όραμα και στόχο …
Με μια θρησκόληπτη αρχή, φανάτισε τον όχλο …
Μα, αιρετικούς τούς ήθελαν τα βέλη του φονιά τους …
Και μέσ’ τις φλόγες της πυράς, ριχτήκαν τα κορμιά τους! …

Είναι και άλλη μια εκδοχή που γράφει η Ιστορία.
Δεν εξαντλείται στην οργή, αλλά σε επιδημία!
Τριακόσιοι, τότε, οι νεκροί θαφτήκαν στο πηγάδι! …
Αχνές και σκούρες οι σκιές που πίνουν κάθε βράδυ! …

Και μια εισβολή πιο τραγική, με τέλος πιο μοιραίο,
την τάφρο γέμισε, ξανά, με φόντο το ακραίο!…
Πολλά τα πτώματα που, εδώ, τα ξέβρασε το κύμα! …
Πολλοί οι λόγοι που μπορεί να ζούνε μέσ’ το κρίμα!…

Σ’ αυτές τις φήμες επιζεί ο στοιχειωμένος πύργος!
Δεν βιάζεται να ακουστεί της λογικής ο ήχος!
Κι σαν καπρίτσιο πονηρό, τερτίπι κερδοφόρο,
μάλλον θυμίζει ατραξιόν και όχι Εωσφόρο!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΜΙΑ ΑΡΓΟΣΤΡΟΦΗ ΠΝΟΗ

Στο προσκεφάλι του λυγάς και γέρνεις κάθε βράδυ.
Ας ήταν να έφευγε, μαζί, η πίκρα, με το χάδι.
Στις λατρεμένες εποχές, στις καίριες αποφάσεις,
το χέρι που ‘δινε παλμό, σκορπούσε αντιφάσεις! …

Σκοτάδι που, όμως, με το φως γινόταν ένα ταίρι! …
Πάντρεμα που έφτανε, μεμιάς, να φέρει το αγέρι! …
Κι όταν τα σύννεφα, βαριά, γεννούσαν τη φοβία,
στα άγχη και στη συμφορά χωρούσε η μαγεία! …

Πόσο αρκούσε μια απλή, φευγάτη συγκυρία!
Ερχόταν, τότε, ξαφνικά, η στέρεα ευτυχία!
Όλα τα φόβητρα του χθες, τα σκιάχτρα του μυαλού σου,
εξανεμίζονταν και, ευθύς, αρνούνταν τους λυγμούς σου! …

Ένιωθες, πάντα, την κλωστή πιο εύθραυστη, πιο λεία! …
Στο σκαμπανέβασμα αυτό, πολλή η αγωνία!
Ήταν το αίμα κι η φωνή, καλά συνταιριασμένα !…
Στα δάχτυλά σου τα λεπτά περνιότανε για ψέμα! …

Αυτό το ψέμα ξαναζείς, μ’ αλήθεια πια δοσμένο …
Όσο και αν θέλησες να δεις, δεν βρήκες να ‘ναι ωραίο …
Με μια αργόστροφη πνοή και σταθερή πορεία,
Το χάσμα είδες να φορεί του τέλους την αιτία …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΒΕΡΘΕΡΟΥ

Ω, Βέρθερε! Δυστυχισμένε!

Δεν είσαι, άραγε, τρελός;
Δεν είσαι του εαυτού σου εχθρός;
Πού σ’ οδηγεί αυτό το ξέφρενο τραγούδι;
Μην είναι πόθος που τον ζούνε οι δαιμόνιοι;

Πόσο πολύ σε σπρώχνει, άμοιρε, η καρδιά σου!
Πόσο πολύ έχεις, για φως, τα ιδανικά σου!
Και πώς η νύχτα κηλιδώνει κάθε μέρα,
όταν τη Λόττε σου αφήνεις σ’ άλλα χέρια!

Φετιχιστή! Αποκλεισμένε στο εγώ σου!
Ναρκισσιστή! Αναζητάς το όνειρό σου!
Και μια πνοή αφανισμού, πάντα, σε θέλγει!
Σ’ αυτό το δράμα, η απουσία θριαμβεύει!

Ποθείς αυτό που δεν απέκτησες ποτέ σου!
Ρομαντικέ, που ξαγρυπνάς στις μουσικές σου!
Στης κοινωνίας τις συμβάσεις και τα ήθη,
Ελευθερία αναζητάς και μία Λήθη!

Ζηλεύεις, κλαις, μπαίνεις στην έσχατη ανία!
Δρόμος φριχτός που οδηγεί σ’ απελπισία!
Δίπλα σου, η φύση και οι άνθρωποι χορεύουν!
Πού είναι η νιότη που τα κάλλη ανδριεύουν;

Μελαγχολία και μια άθλια παρηγόρια!
Πόσο αντέχεις να ξεχνάς την κάθε ώρα;
Σε δάσος έρημο, πυκνό, αποκοιμιέσαι …
Μισό φεγγάρι, σ’ ουρανό που καταριέσαι!

Ήλιος, σελήνη και αστέρια διαγράφουν …
Τροχιές, πορείες, ιστορίες όλο γράφουν …
Μα … Η δική σου ιστορία αργοπεθαίνει!
Γύρω σου, ο κόσμος, μέρα νύχτα, ίδιος μένει!

Όλα χαθήκαν σε μια άπιαστη εικόνα!
Μόνο το ράσο ανακουφίζει και τ’ αηδόνια!
Αγκαθωτή η ζώνη που, σε λίγο, θε να δέσει …
Τη διψασμένη σου καρδιά ν’ αλυσοδέσει! …

Αχ, Βέρθερέ μου! Ονειροπόλε! Φαντασμένε!
Γλυκιά αυγή, διώξε τα λόγια που τα χείλη, πάντα, λένε …
Καλέ μου νέε, στο λαιμό σου θα αφήσω …
Χιλιάδες δάκρυα και, μ’ οργή, θα τον τυλίξω!

Πάρε τα άλογα και φύγε μακριά της!
Πίσω απ’ τα δέντρα, δεν θα βλέπεις τη ματιά της!
Κι όταν, ψηλά, απ’ την αλέα, ξεμακρύνεις,
ρίξε στη γη τη μοναξιά της… Να ξεφύγεις!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΑΣΜΩΔΙΕΣ

ΧΑΣΜΩΔΙΕΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΧΟΡΕΙΑ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΩΝ!

Χορεία σαλτιμπάγκων! Τα χέρια τους χτυπούνε!
Στη ζώνη των αμάχων, φυσίγγια αυτοί κρεμούνε!
Σαν Βάκχες, που το μένος κουνάει τα κορμιά τους!
Μαινάδες των ανέμων γεννάνε τα θεριά τους!

Χορεία σαλτιμπάγκων! Με ράμφος και κρυψώνα!
Στου κόσμου τους χειμώνες, λαξεύουνε τα χρόνια!
Λουφάζουν, τρεμοπαίζουν τα σκούρα σωθικά τους!
Στις τρύπιες κι άδειες μέρες, οργιάζουν τα μυαλά τους!

Χορεία σαλτιμπάγκων! Το μέλλον πέρα βρέχει!
Πορεία και παρόν τους κι εχθρός, το φως που αντέχει!
Στην σκοτεινή εσπέρα, τον άδολο πλησιάζουν!
Σ’ ασπρόμαυρη σκακιέρα, τον Χάρο κουβεντιάζουν!

Χορεία σαλτιμπάγκων! Κανάγιες των εμπόρων!
Σε τείχη μέσα κλείνουν τα άγχη των απόρων!
Μιλάνε οι φευγάτοι και αυτοί, σεμνά, σιωπούνε!
Την ώρα της αλήθειας, περί πολλού κοιτούνε!

Χορεία σαλτιμπάγκων! Χαθείτε από μπροστά μου!
Της θάλασσας τ’ αγέρι χαϊδεύει τα μαλλιά μου!
Τραχιά είναι τα σκοινιά σας! Τη γη πώς την πονάνε!
Βαριά είναι η ματιά σας! Τα πόδια μου, ωστόσο, με κρατάνε!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Το πένθος του θανάτου, καημός του αθανάτου.
Καρδιές σαν ξεριζώνει, τη λογική ορθώνει.
Ποια είναι η αιτία; Θα πεις, η ευτυχία!
Αυτή, τότε, χλομιάζει και όλα τα τρομάζει!

Μα … Είναι η αλήθεια; Ή ζεις τα παραμύθια;
Η αλήθεια σού φωνάζει! Μα … Εσένα σε αλλάζει;
Όσο και αν σου το λέει, το ψέμα σου σε καίει.
Νομίζεις πως πενθούνε, αυτοί που αγαπούνε!

Το κρίμα πιο μεγάλο, όταν κάνεις τον άγιο.
Τα χείλη, τότε, σφίγγεις, τον πόνο σου τον κρύβεις.
Ποιος είναι ο λυγμός σου; Ρώτα τον εαυτό σου!
Ο θάνατος του ανθρώπου ή αυτός του Θεανθρώπου;

Ο θάνατος τον πήρε! Ε! Κι, Αυτός, σε αποπήρε!
Τι άλλο θες να κάνει; Το πνεύμα σου δεν φτάνει!
Σοφία έχει Εκείνος! Αντέχεις να ‘σαι φίλος;
Με την αποστασία, χαράχτηκε η Ιστορία!

Την Ιστορία δέξου, αλλά και αποστρέψου.
Μονόδρομη η πορεία, σαν χάσεις την Ουσία.
Ο ρους του ποταμού μας, πολύ ‘ναι του ρυθμού μας.
Αλλά η αγωνία θα ζει στη φαντασία.

Όταν τα φώτα σβήσουν, όλα θε να σιγήσουν.
Κι τότε ένα αγέρι, τον θάνατο θα φέρει.
Μα, αυτό που στέρεο μοιάζει, τώρα, όλα τ’ αλλάζει.
Αέρας που φυσάει, ποτέ δεν ξεψυχάει!

Αυτό που εννοούσα, με λέξεις, χθες, μετρούσα.
Και, σήμερα, ανασαίνω, χωρίς να αργοπεθαίνω.
Ό,τι κακό φαντάζει, ρωτώ αν με αλλάζει.
Γιατί απ’ το Κακό του, θα βρω το Αγαθό του! …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΝΑΖΗΤΗΣΑ ...

Τον χρόνο αναζήτησα σε κάτι το αιώνιο …
Ώρες σπατάλησα πολλές … Δόξα και χρήμα μόνο …

Τον χρόνο αναζήτησα στου απείρου τις μαγείες …
Στη γη τσαλαπατήθηκαν, σαν φρούδες ουτοπίες …

Τον χρόνο αναζήτησα στις ιερές τις ρύμες …
Μικροί οι χτύποι της καρδιάς … Αρκούνε οι πορείες …

Τον χρόνο αναζήτησα σε άγνωστα αλώνια …
Πολύ λιτό το σκηνικό που χρίζει τα σαλόνια …

Τον χρόνο αναζήτησα σ’ ολόφωτα λημέρια …
Το σύννεφο κατέβηκε και έφερε τ’ αστέρια …

Τον χρόνο αναζήτησα σε άλλα πεπραγμένα …
Στο φως αποκαλύφτηκαν τα μύρια πεπρωμένα …

Τον χρόνο αναζήτησα σ’ έναν σκοπό που μένει …
Πριν το ξημέρωμα φανεί, φυσούσε το αγέρι …

Τον χρόνο αναζήτησα σ’ αστείρευτα πηγάδια …
Ήρθε κακιά αναβροχιά … Στερέψαν τα ποτάμια …

Τον χρόνο αναζήτησα μέσ’ σε χαρές και λύπες …
Πέρασαν, φύγαν, σαν πουλιά, και μείνανε στις μνήμες …

Τον χρόνο αναζήτησα σε χρόνο που ‘χει χρόνο …
Τα χείλη μου σαλέψανε στου γέλιου μου τον πόνο …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΣΑ ΣΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΔΕΙΛΑ ...

Όσα σου έγραψα δειλά, με θάρρος τα ‘χα νιώσει …
Τις νύχτες που έγερνα να δω, όσα φοβάται η γνώση …
Αυτή, δεν ξέρει τι μπορεί να σου τα φανερώσει
και χάνεται, σαν αστραπή, σε μια του σκότους ζώση…

Σε μια του κόσμου αγκαλιά, σε μια του κόσμου ελπίδα,
χρεώθηκε, σ’ ένα χαρτί, όλου του νου η αχτίδα …
Κι απ’ τα γραφόμενα αυτά, που πνεύμα τα γλυκαίνει,
γλυκά γινήκαν τα πικρά, που η σάρκα όλο πικραίνει …

Όσα σου έγραψα δειλά, τα πλήθη ανασταίνουν …
Από έναν λήθαργο της γης, αυτά ξυπνούν και βγαίνουν …
Το καλοκαίρι περπατούν, στη θάλασσα αρμενίζουν
και το φθινόπωρο σιωπούν, βροχές σαν αντικρίζουν …

Το χέρι που έτρεμε να βρει τους ήχους και τις λέξεις,
σαγήνευσε, στις διαδρομές, τα πάθη και τις σκέψεις …
Υπέροχες οι θαλερές φωνές που σε καλούσαν,
να ‘ρθείς, να γίνεις η αρχή σε ό,τι αναζητούσαν …

Όσα σου έγραψα δειλά, δεν θέλησα ν’ αγγίξω …
Με τ’ ακροδάχτυλα, σαν φως και σκότος, να τυλίξω …
Μόνο στο χάδι όριζα, που μου ‘φερνε τ’ αγέρι,
να σβήνει ίχνη, που η ζωή σού χάραζε στα μέλη …

Όσα στο διάβα μιας νυχτιάς, δειλά ιχνηλατούσα,
πάλι ερχόταν το πρωί κι εγώ φυλλομετρούσα …
Αλλά, απ’ τα φύλλα τα πολλά, που σκόρπησαν τριγύρω,
αναρωτιέμαι, αν πολύ μ’ αγάπησες ή λίγο …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Το φάντασμα της απειλής και της στρεβλής σοφίας,
βγήκε χαράματα να βρει το κύρος της μανίας.
Στράφηκε γύρω απ’ τον κορμό μιας άκαρπης φοβίας
και, μ’ ένα σάλτο φοβερό, αρπάχτηκε απ’ τον ουρανό μιας γκρίζας φαντασίας …

Φαντασιώθηκε πολλά! Καλά μελετημένα!
Αστραποβόλησαν στο φως της μνήμης τα κρυμμένα!
Τα φανερά και τα απλά, τα άφησε ξοπίσω.
Έτρεξε κι έπιασε σφιχτά το μπερδεμένο ΄΄ίσως΄΄ …

Ίσως … Ίσως να ήταν αρκετό σε τούτο το σεργιάνι,
ένα μαχαίρι κοφτερό να έκοβε την πλάνη.
Στους δυό μηρούς της λογικής, που ύψιλον διαγράφει,
το ‘να να γίνονταν αυτό, που στ’ άλλο δεν υπάρχει! …

Διχάλα που ‘κανες εσύ διπλό το πεπρωμένο!
Κατάρα έγινες κι οργή και φάντασμα αγριεμένο!
Από ένα ρεύμα απειλής, που όλα τα σαρώνει,
έμεινε μόνο, για να ζεις, αυτό που σε ματώνει! …

Τώρα, το ξέρεις πιο καλά. Καλύτερα από όλα …
Το φάντασμα της απειλής θεριεύει με τα χρόνια …
Και η διχάλα, στον κορμό, που σκίστηκε μια νύχτα,
έδωσε, στην αυγή, ζωή και θάνατο στη νύχτα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΚΗΝΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ...

Γυμνά κορμιά και μέσα αυτό το κάτι, απομένει …
Μισό το κύμα που χτυπά και τ’ άλλο μισό χαϊδεύει…
Στα πόδια που, γοργά, περνούν, σε βήματα που μένουν …
Σ’ ανάσες που αγκομαχούν και σ’ άλλες που γιατρεύουν …

Φωνές σκορπίσανε παντού του κόσμου τη βαβούρα …
Μαζί με φως και προσμονή, ντυθήκαν από ώρα …
Στους ήχους της αναμονής για κάτι που ζυγώνει …
Συγκίνηση, μα και οργή, και σώμα που λυτρώνει …

Γυμνά κορμιά καλοκαιριού, με ζέση και με σφρίγος …
Στη θάλασσα, δειλά, θα μπουν στης μοναξιάς το κύρος …
Στα μέτωπά τους τα χλωμά από δριμείς χειμώνες …
Τα χνώτα του μεσημεριού θα διώξουν τους αιώνες …

Αχ! Θεέ μου! Αβάσταχτη πολύ αυτή η ελαφράδα! …
Φοβάμαι τόσο να χαρώ του ήλιου τη φρεσκάδα! …
Είμαι και εγώ ένα κορμί γυμνό σαν όλα τ’ άλλα …
Θέλω στον ίσκιο να κρυφτώ, πριν έρθει η αντάρα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Το πόθησα για χρόνια.
Θα είν’ ανέμελο το φως. Θα λάμπει όλη η χώρα.
Εκεί θα ‘ρθώ και θα σταθώ με χέρια απλωμένα,
που άνεμοι θα τα κουνάν και θα μιλούν για σένα …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Και, εκεί, θα σε φωνάξω.
Στον ουρανό κάτι πουλιά … Κι αυτά θα τα τρομάξω.
Θα είναι άφατη η ομορφιά και λαγαρή η φύση …
Σ’ ένα νερό που θα κυλά, θα κρύβεται η δύση …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Με είδες … Με κοιτάζεις …
Μοιάζεις κουκίδα που, αχνά, το χρώμα της αρπάζεις …
Κι αν είν’ το χρώμα πιο θαμπό κι αν είναι μαραμένο …
Από ένα ξέφωτο θα ‘ρθούν τα χρόνια που προσμένω …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Θα ‘ρθείς … Σε καρτεράω …
Μ’ ένα χαμόγελο απλό, τις πίκρες θα μετράω …
Μικρό κλαδάκι θα κρατάς στο τρυφερό σου χέρι …
θα το λυγίσω για να δω, τι μου ‘φερε τ’ αγέρι …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Και ήρθες … Σε κοιτάω …
Μ’ ένα λουλούδι, μου ζητάς ν’ αρχίσω να μεθάω …
Μεθυστικές οι ευωδιές και το κρασί που δίνεις …
Στις φούχτες σου τις ανοιχτές, τα χείλη μου να πλύνεις …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Τη χάρη σου θα νιώσω …
Μια ευλογία της στιγμής κι αγάπη θα σου δώσω …
Στην αγκαλιά μου, που ποθεί στοργή να σου χαρίσει,
θ’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή, στο φως που δεν θα σβήσει …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ...

Αμφικτιονίες των αιώνων,
των Δωριέων και Ιώνων …
Δεσμοί, συμφέροντα και ελπίδες,
σ’ ένα μαντείο ζουν οι μνήμες …

Αμφικτιονίες των αιώνων,
Απόλλωνα των άλλων νόμων …
Στα θεϊκά τα μονοπάτια,
βγαίνουν του κόσμου τα γινάτια …

Χρησμός των άναρθρων κραυγών της …
Πυθία είπε το λοξόν της …
΄΄μήτε πηγή που να λαλεί! …΄΄
… κι όλα χαθήκανε στη γη! …

Μα … Να! Το κάλλος τούτο τ’ ανασταίνει!
Στην Ολυμπία, Φως σημαίνει!
Κι απ’ το νερό που εβουβάθη,
Κήρυκας μπαίνει μέσ’ τη μάχη!

Φέρνει σπονδές και εκεχειρίες!
Διώχνει τις στείρες αγωνίες!
Και ένα στεφάνι η Πόλη ορίζει,
στον νικητή να το χαρίζει!

Τα τείχη σείστηκαν απ’ ώρα,
στου Ολυμπιονίκη μας τη φόρα!
Κληρονομιά κι απαντοχή μας!
Πάνω σε άρμα, η εποχή μας!


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ

Άχρονη να ‘ναι η στιγμή; … Για υψηλή ιδέα; …
Περνάει σ’ ωραία εποχή ή σαν σκιά μοιραία;
Πόσο πεθύμησες να δεις, Λεονάρντο, την καρδιά της!
Με του απείρου το φτερό σαν βρήκες τ’ όνομά της!

Μια Μόνα Λίζα, που μπορεί Τζοκόντα να την λένε,
ήταν η άλλη σου εκδοχή για πράγματα που καίνε …
Δεν σου χρειάστηκε πολύ να δώσεις μιαν αξία,
σε πλάνα χείλη που γελούν στου χρόνου τη φοβία …

Απροσδιόριστα θαμπό τ’ ωραίο του διαβόλου!
Ρομαντικό είν’ το Καλό ή άρνηση του πόνου;
Ύπουλα σκάβει η αρχή που χάραξε το Πνεύμα!
Αυτό το Πνεύμα που ηχεί, στου κόσμου τα μοντέρνα!

Μοντέρνο, πάντα, το Κακό! Μοντέρνα η Γοητεία!
Μοντέρνο του Έρωτα το φως, σε σκοτεινή απορία!
Μοντέρνα και η αλλαγή που ζει στην αντοχή της!
Μια χυδαιότητα κρυφή που κρύβει την οργή της!

Οργίστηκες μια, του Θεού, ημέρα κι είπες … Φτάνει!
Αυτός ο πίνακας, μισός θα μείνει! … Θα πεθάνει! …
Σε μια του νόμου λογική και σε πολλή αλήθεια,
Ντα Βίντσι είδες την καρδιά νεκρή! – Θεέ! Πικρή αλήθεια!

Μια συνουσία δεν μπορεί με Έρωτα να μοιάζει! …
Σαν ανασφάλεια θα ζει! Αγρίμι που σπαράζει! …
Θα σου ξεσκίζει τη ψυχή! … Την κόμη σου θ’ αρπάζει! …
Στα μάτια σου τα καθαρά, φριχτούς καημούς θα στάζει! …

Η Μόνα Λίζα είσαι εσύ, Λεονάρντο … Μου το είπες …
Στο στήθος της, το ανοιχτό, κλειστό το δρόμο βρήκες …
Κι εγώ σε έμπνευση που, αχνά, φωτίζει τα κρυμμένα,
σου δίνω, τώρα, μια καρδιά, που ήθελες για σένα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ...

Στην απουσία των σκιών και της πικρής οδύνης …
Στην απουσία ενοχών και μιας ψυχρής ευθύνης …
Καθίσαμε εσύ και εγώ, απόμαχοι μιας νύχτας …
Σ’ ένα δωμάτιο αδειανό … Ψυχές ίδιας αλήθειας …

Στην απουσία μιας αυγής και σ’ άκρατο σκοτάδι …
Σε δυό καρέκλες, που ακουμπά η μία με την άλλη …
Το γόνατό μου, ντροπαλά, σε άγγιξε για λίγο …
Σώπασαν όλες οι φωνές, που μου ‘λεγαν να φύγω …

Αγάπα με … Σ’ εκλιπαρώ … Αγάπα με … Το θέλω …
Αγάπα με, στην σκοτεινιά … Στο φως, πώς υποφέρω! …
Αγάπα με, χωρίς χρησμό … Χωρίς αρχή και ελπίδα …
Αγάπα με στο ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ … Που δεν ακούει σε μοίρα …

Στην απουσία μιας αγνής ή πονηρής αιτίας …
Το χέρι σου έπιασα σφιχτά, στο μένος μιας δειλίας …
Σε συστολή … Που πολεμά να κρύψει τον λυγμό της …
Τα δάκρυα τα φανερά … Σαν βρούνε το σφυγμό της …

Με μια απόγνωση, που ζει στου λυτρωμού την ώρα …
Ξεσπάσανε όλοι οι καημοί … Της μοναξιάς τα δώρα …
Με κλάμα βίαιο και τραχύ, δριμύ σαν καταιγίδα …
Πήρα το χέρι που αγαπώ και το ‘φερα στα χείλια …

Στην απουσία ενός φιλιού … Και μεσ’ σε υγρή μετάνοια …
Σου είπα, και πάλι, ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ … Πιο δυνατό απ’ τ’ άλλα …
Και εσύ που ξέρεις τι είν’ αυτό που το γυαλί κολλάει …
Μου είπες, τότε, ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ … Για ό,τι μας πονάει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΙΑ ΔΙΟΡΑΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ

Μια διορατική καρδιά … Πώς να ‘ναι; … Να αλλάζει; …
Μένει σε σώματα πολλά; … Η’, ενός το δάκρυ βγάζει; …
Μια διορατική καρδιά … Τι να ‘χει για ουσία; …
Ρούχα τη ντύνουν το πρωί; … Ή, μόνο, Αθανασία; …

Μια διορατική καρδιά … Φυγή, σου την χαρίζει; ..
Η’ μίας έκπληξης παιδί, τον ερχομόν της χτίζει; …
Μια διορατική καρδιά … Αρχή είναι, για, τέλος; …
Ζει με συνείδηση φτωχή ή μ’ όραμα και βέλος; …

Μια διορατική καρδιά … Χτυπάει στη λογική της; …
Ή, μεσ’ τον άρρυθμο ρυθμό, να βρίσκεται η ψυχή της; …
Μια διορατική καρδιά … Χαρίζει ευτυχία; …
Ή καταλήγει να ηχεί σαν πένθιμη ιστορία; …

Αχ! … Διορατική καρδιά! … Πολλές οι απορίες! …
Έψαξα σ’ όνειρα θολά και σε στραβές ευθείες …
Μια διορατική καρδιά … Να μ’ έχει αγαπήσει; …
Πήρα απάντηση κρυφή, απ’ ήλιο που ‘χε δύσει …

Το μελιστάλαχτο το φως, που απέμεινε να πέφτει …
Μου ‘πε πως, σαν σταθεί εμπρός, η γη δεν την αντέχει! …
Γιατί αδιόρατη καρδιά, αυτή που χώμα μοιάζει! …
Και, πιο μικρή και απ’ τους μικρούς, τα γήινα θαυμάζει! …

Στην αδιόρατη καρδιά, αγέρας δεν φυσάει!…
Όποια την έβρει συμφορά, την όψη της χαλάει! …
Και σαν θελήσεις να της πει τα λόγια τα δικά σου! …
Εκείνη κάνει μια στροφή και φεύγει απ’ την καρδιά σου! …

Μία καρδιά διορατική δεν βρήκα να ‘ναι άλλη …
Από εκείνη που μπορεί το δρόμο της να χάνει …
Και με λυγμούς και με σιωπές και με υγρό το βλέμμα …
Γυρίζει πάντα στην καρδιά, που την πονάει σαν ψέμα …

Τέτοια καρδιά διορατική, στον κόσμο ανασαίνει …
Είναι γλυκιά, μα και σκληρή και ελπίδες ανασταίνει …
Παίζει παιχνίδια με το φως … Σκοτάδι την αρπάζει …
Κι όταν της λέω ΄΄σ’ αγαπώ΄΄, εσένα μόνο μοιάζει! …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΚΡΑΙΑ ΣΧΕΣΗ

Σαν θα ξυπνήσω το πρωί, την ίδια πάντα ώρα,
ένα φτερούγισμα καρδιάς, θα σμίξει με τη μπόρα …
Θα ‘ναι η δική σου η σκιά που, πάνω μου, θα πέσει …
Είναι η δική μου αγκαλιά που, σε, θε να χωρέσει …

Αυτό το ξύπνημα μπορεί να μοιάζει κεκτημένο,
που μου το χάρισε η ζωή, σαν κάτι δεδομένο …
Όμως, αδύνατο πολύ! Δεν θέλω να πιστέψω!
Πως η αιτία είσαι εσύ, την σκέψη μου όταν στρέψω! …

Σ’ έναν καφέ της προσμονής, για κάτι που ποθούμε …
Στο μαξιλάρι εγώ θα πω, αυτά που με πονούνε …
Με κουταλάκι που, αργά, αναδεύεις τα γραμμένα,
θα το ρωτάς, ποιο παρελθόν με έφερε σε σένα …

Κι όταν θα χύσεις τον καφέ σε όμορφο φλιτζάνι,
στο όνειρό σου εγώ θα μπω, σαν πλοίο σε λιμάνι …
Μεσ’ το λευκό του σεντονιού, αχλή αυτό θαλάσσης,
στου κρεβατιού μου τη στοργή, θα ‘ρθείς για να αράξεις …

Πάνω στο στήθος που χτυπά, στον ξέφρενο ρυθμό του,
το μαξιλάρι θα κρατώ, να πνίγω το λυγμό του …
Με τα δυο χείλια τόσο υγρά, από παιδιού το κλάμα,
στην αγκαλιά μου θα βρεθείς, να ξαναζείς το τάμα …

Θα μου χαϊδέψεις τα μαλλιά … Θα σου φιλώ τα χέρια …
Θα θρέψει η κλίνη, μεσ’ το φως, μιαν αρμαθιά αστέρια …
Και σε μια σχέση που κανείς, ακραία θα νομίσει,
μόλις μου πεις το ΄΄σ’ αγαπώ΄΄, στο σύμπαν θ’ αντηχήσει! …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΧΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΓΗΣ ...

Στο χάσμα της εναλλαγής γενεών και ηλικίας,
χτίστηκαν ρόλοι, από εξαρχής, αμφίβολης αξίας …
Πέταξαν, όχι από καρδιές ελεύθερων ανθρώπων,
αλλά, από άκριτες βουλές, αστόχαστων και απόντων …

Στο χάσμα της εναλλαγής κτιστών αλλά και ακτίστων,
σαν επιστέγασμα, θαρρείς, των μάταιων αντιχρίστων …
Αντιφρονούντες μιας ζωής, τους είπαν οι εχθροί τους,
γιατί ελπίδα δεν θωρούν στην άλλη τη ζωή τους …

Στο χάσμα της εναλλαγής πολλών αλλά και λίγων,
τα σπάνια ‘γίναν τροφή, κάθε λογής κολίγων …
Μα, σπόροι έπεσαν στη γη, σε άγονο χωράφι …
Άκαρπα μόχθησαν να βρουν την ήρα από το στάχυ …

Στο χάσμα της εναλλαγής χαράς αλλά και πένθους,
πλανεύτηκε το ριζικό σε χίλιους δυο πολέμους …
Ευθύς ο δρόμος και στραβός … Λευκός αλλά και γκρίζος …
Σιωπά ο Θεός που καρτεράς και κρύβεται στο ίσως …

Στο χάσμα της εναλλαγής των ημερών που φεύγουν,
πουλιά σου φέρνουν μια ευχή και, άλλα, τη ξοδεύουν …
Σ’ ένα στροβίλισμα αργό, μηνών και των ετών τους,
η επανάληψη επιζεί στο άδειο σκηνικόν τους …

Πολλές αυτές οι αλλαγές στη χαίνουσα πτυχή τους …
Πολύ τ’ αμάρτημα … Φτωχό, να θρέψει την πληγή τους …
Μέσα στην άβυσσο αυτή και σε φριχτό καμίνι,
ό,τι απομείνει, πια, στη γη, θα είναι η σελήνη …

Σελήνη εσύ, που όλο το φως από τον ήλιο παίρνεις,
έχεις δυο πρόσωπα να ζεις και δυο για να πεθαίνεις …
Ευχή, λοιπόν, κάνω δειλά … Μαζί και μια κατάρα …
Όσο θα ζω, να σ’ αγαπώ, στου κόσμου την αντάρα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤ' ΑΣΤΕΡΙΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ ΣΟΥ

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, ευχές κάνω μεγάλες,
να λάμπουνε στο νου σου, σαν μύριες λιακάδες …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, ψηλά το βλέμμα στρέφω,
για να ‘μαι του Θεού σου, ένα χέρι να σου γνέφω …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, μιλώ με τη σιωπή μου,
για να σε καρτεράω στην κάθε απαντοχή μου …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, απλώνω μια πραμάτεια,
για να κοιτάς, μονάχα, με τα δικά μου μάτια …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, τη δύναμη χαρίζω,
για να ‘χουν τη καρδιά μου, σε ό,τι τους ορίζω …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, εγκώμιο σού πλέκω,
για να σου δίνουν χρόνια αγάπης, που σου έχω …

Στ’ αστέρια τ’ ουρανού σου, την προσευχή μου στέλνω,
να γίνω τ’ ουρανού σου έν’ αστέρι, να σου φέγγω …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΔΕΝ Σ' ΑΓΑΠΩ

Δεν ψάχνω μέσα στο μυαλό αιτία να ‘βρω άλλη,
που σ’ έναν κόσμο, ξαφνικά, το τέλος θα σημάνει …
Θα μείνει μόνο ένα πρωί, τη νύχτα ν’ αναγγέλλει
και, σ’ έναν θάνατο φτηνό, ελπίδες να μαραίνει …

Όταν μου πεις δεν σ’ αγαπώ, δεν θα ‘ρχονται τα χρόνια,
να μου χαρίζουν, στα μαλλιά, σοφία, με τα χιόνια …
Ένας φριχτός αλαλαγμός, θα σκίσει την καρδιά μου
κι αυτή, νεκρή κι αδειανή, θα ζει στην ερημιά μου …

Σαν τον ζωγράφο που, μισό, τον πίνακά του αφήνει,
ό,τι περάσαμε μαζί, λειψό θα απομείνει …
Και πιο λειψή η αντοχή, που ήθελε την πλάνη,
για να αγγίζει όλα αυτά, που χέρι δεν τα πιάνει …

Δεν είσαι εσύ το σ’ αγαπώ … Δεν είσαι εσύ η πλάνη …
Δεν είσαι πίνακας λαμπρός, που άλλος δεν τον φτάνει …
Δεν είσαι ο κόσμος που, πνοή, στον κόσμο μου, όλο δίνει …
Όταν μου πεις δεν σ’ αγαπώ, δεν θα ‘χει η γη σελήνη …

Απ’ όλη εκείνη την τροχιά, που μαγικά χαράζει,
κουβέντες, λόγια μυστικά, τον ήλιο όταν κοιτάζει,
θα μείνει μόνο μία γη, τον κύκλο να διαγράφει …
Απόμονη, κι αυτή και εγώ, στο σύμπαν, να τρομάζει …


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΠΡΩΤΗ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ

Ο λόγος της ψυχής σου, η πρώτη ηλιαχτίδα …
Η πιο γλυκιά ματιά σου, μετά τη καταιγίδα …
Σε κοίταξα στα ίσια και τράβηξα μπροστά σου …
Σε κάθε στεναγμό σου, μιλούσε η καρδιά σου …

Η πρώτη ηλιαχτίδα, απόγευμα εφάνη …
Δεν ήρθε με τον ήλιο, που τη γιορτή του κάνει …
Σαν χάρισμα της δύσης, με κόκκινο λουσμένη,
στα ντροπαλά τα χείλη, στα μάγουλα δοσμένη …

Η πρώτη ηλιαχτίδα, δεν ήταν σαν τις άλλες …
Δεν έπεσε το φως της, σαν τις χρυσές τις στάλες …
Στης συννεφιάς το σκότος, στις άκρες τ’ ουρανού της,
τον δρόμο της τον βρήκε, σημάδι του καιρού της …

Η πρώτη ηλιαχτίδα … Πολλή η υπομονή της …
Δεν βιάστηκε καθόλου να βρει την αντοχή της …
Πλανήθηκε, για λίγο, σε βλέφαρα κλεισμένα …
Στο πρώτο το φιλί της, γαλήνεψε το γέρμα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΘΑΥΜΑ (ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ)

Σαν να ‘ταν θαύμα, που οι καημοί ψιθύρισαν στ’ αυτί μου,
μου είπαν πως σε αγαπώ, πιο πέρα απ’ τη ζωή μου.
Και σαν το θαύμα δεν μπορεί πεζό να προχωρήσει,
χωρίς καν πόδια και φωνή, το δράμα του όλο χτίζει!

Έτσι ένα δράμα τόσο δα, φωλιάζει κει που βρίσκει.
Εκεί που θέλει μια φωλιά, χίλιες και δυο σκαρφίζει!
Γράφει ποιήματα πολλά, στα πέρατα ανασαίνει.
Δεν έχει μάτια και μαλλιά, μα ζει στην οικουμένη!

Τη μέρα παίρνει για θωριά μια πλάνα νοσταλγία.
Τ’ απόγευμα, με τον καφέ, γυρεύει φαντασία.
Κι όταν το βράδυ θα φανεί, ντυμένο με φεγγάρια,
ξαπλώνει πάνω σε σωρούς από χλωμά λυχνάρια!

Εσύ έχεις δίκιο να ζητάς, η φύση να νικήσει!
Το θαύμα, πέτρα να γενεί και χώμα να γεμίσει!
Χέρια και πόδια να κρατούν απόδειξη μεγάλη,
πως σάρκα έχει και μυαλό και αγάπης έργα φτιάνει!

Ζεστό το αίμα που κυλά στις φλέβες των χεριών μου.
Θα του το δώσω να το πιει, να βγει απ’ το μυαλό μου.
Και σαν το θαύμα κοιμηθεί και χάσει τον σφυγμό του,
κοντά σε σένα θα μπορώ, να βρίσκω τον λυγμό του!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ

Όταν σου λέω ΄΄σ’ αγαπώ΄΄, τα χείλη σου σαλεύουν.
Δεν ξέρω, αν είναι της ψευτιάς ή χείλη που πιστεύουν.
Συγχώρεση, εκλιπαρώ! … Τη λύτρωση που φέρνει! …
Κοιτάζεις κάπου στο κενό … Ο ήλιος όλο γέρνει …

Ατίθασο το σκεπτικό! Μπερμπάντης του καιρού του!
Ψάχνει για ταίρι το Καλό, κάνει του κεφαλιού του!
Συγχώρεση, τότε, ζητώ, και πάλι, να μου δώσεις.
Σε μια στροφή, σε στεναγμό, πώς πας να με τελειώσεις!

Λόγια πολλά της λογικής, τ’ αυτιά μου τριβελίζουν.
Μα … Να ‘ναι μιας καρδιάς μιλιά ή πόθο μη γνωρίζουν;
Πάλι σου λέω ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ … Η πλάτη σου ριγάει …
Είναι γιατί με αγαπάς ή κάτι σε πονάει;

Συγχώρεση! Την απαιτώ! Μ’ οργή την διαφεντεύω!
Συγχώρεση και μια ματιά συγχώρεσης, πώς θέλω!
Συγχώρεση που να μπορεί να σβήνει τη φωτιά μου!
Απόγνωση κι ένας καημός, σαν καίει τα σωθικά μου!

Έρχομαι πιο σιμά εγώ … Εσύ, πώς ξεμακραίνεις …
Σου λέω, τότε, ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ … Τα χείλη σου σαλεύεις …
Πόσο ν’ αντέξει μια καρδιά, χωρίς ένα σου χάδι!
Συγχώρεση εκλιπαρώ! Με δάκρυ και σημάδι!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το τελευταίο όνειρο δεν ήταν σαν τα άλλα.
Εκείνα, που ‘μοιαζαν τρελά πουλιά και κύματα μεγάλα.
Αυτό … Μικρούτσικο, θαρρείς… Φτωχή η φορεσιά του …
Χλωμή η όψη του … Πικρή, η άδολη καρδιά του …

Το τελευταίο όνειρο, πρωί ήρθε να θρέψει,
το σώμα που, ξανά, ζητά η νιότη να το κλέψει.
Όμως … Αυτή ξαστόχησε, πολύ, το βέλος της να ρίξει.
Σε μία φλέβα άτολμη, ποια τόλμη θε να κρύψει; …

Το τελευταίο όνειρο, δεν είχε τη μιλιά του.
Δεν είπε λόγια που πονούν και ζουν τα βάσανά του.
Σύννεφο σκέπασε βαρύ, δυο μάτια δακρυσμένα.
Αυτά που έβλεπε η αυγή, τα σφάλισε το γέρμα.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

΄΄Πώς είναι να γεννιέσαι, μέσα από έναν θάνατο΄΄, σε ρώτησα.

Με κοίταζες … Απάντηση καμία …

΄΄Πώς γίνεται να μην μιλάς για κάτι που αγάπησες, με όλη τη ψυχή σου;΄΄

Σιωπή … Και θλίψη … Και μάτια που φοβούνται …

΄΄Πέσ’ μου! Πέσ’ μου! Θέλω να ξέρω! Μην μ’ αφήνεις έτσι!΄΄

Πόση αγωνία και καρτερικότητα στο βλέμμα σου, για τέτοια αστόχαστη βιασύνη! …

Και τότε … Χαμογέλασες …

Γλυκό ήρθε το ξημέρωμα, με πόνο και γαλήνη … Και μαζί …

Κι η Αναγέννηση …

Και μαζί σου …

Αναγεννήθηκα και εγώ …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΙ, ΟΜΩΣ ... ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ

Κι, όμως … δεν ήρθες να με βρεις.
Κι ας μου ‘πες πως θα ‘ρχόσουν …
Φοβάμαι τόσο, ξαφνικά,
τον άγνωστο εαυτό σου!

Κι, όμως … δεν ήρθες να με βρεις.
Δεν βιάστηκες να δώσεις,
το χέρι που μου έταζες,
πως δεν θα το προδώσεις.

Κι, όμως … δεν ήρθες να με βρεις.
Με κρύα και με ήλιο …
Βοριάδες πέρασαν πολλοί
Και εσύ, πεσμένο φύλλο …

Κι, όμως … δεν ήρθες να με βρεις.
Κι ας έλιωσαν τα χιόνια …
Κι ας βγήκαν ρίζες και σκοινιά …
Κι ας μ’ έδεσαν τα χρόνια …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΔΩΡΟ

Τη μέρα κείνη, που η δροσιά με έφερε κοντά σου,
πήρανε όλα τα στοιχειά, την πλέρια ομορφιά σου.
Χαμήλωσε ο ουρανός, γαλήνεψε τ’ αγέρι,
ομόρφαινε ο στεναγμός και βγήκε σ’ άλλα μέρη.

Ακροβατώντας σε πολύ λεπτές ισορροπίες,
άπειρες ήταν οι φορές, που χάθηκαν οι αξίες.
Το πνεύμα μου και η καρδιά τσακίστηκαν στα βράχια.
Γιατί να πρέπει να πατώ σε άγονα χωράφια; …

Τα δώρα μου που αγαπάς, με κάνουν να πονάω.
Για μια Τιμή εσύ μιλάς. Το Άπειρο κοιτάω.
Πάνω σ’ αυτήν την ατραπό, το χέρι σου ανταμώνω.
Σ’ ένα παιχνίδι στο κενό, μ’ αιθέρα το πληρώνω.

Πέσ’ μου αυτό που, μοναχά, με δώρο τόσο μοιάζει!
Πέσ’ μου, ποια είναι η αρχή σε ό,τι σε τρομάζει!
Πέσ’ μου, γιατί τόσο καιρό που δάκρυα κυλούσαν,
δεν μου ‘πες ένα σ’ αγαπώ, για όσα σε ρωτούσα!

Άκου, λοιπόν, μια προσευχή που λέω στο Θεό μου!
Ψυχή που χάθηκε νωρίς, αν είν’ το ριζικό μου,
στο σώμα μου να ξαναμπεί και αίμα ν’ αποκτήσει!
Σαν δώρο, απ’ όλα πιο λαμπρό, εσένα να τιμήσει!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ


Σ’ αγαπώ … Σ’ αγαπώ … Σ’ αγαπώ …
Πώς με πονάει αυτή η λέξη!
Μια σκέτη αυτοπυρπόλησή σου,
τα χείλη μου σαν τη ψελλίσουν!

Είδες, στο δάσος που περπάτησες μαζί μου,
πώς, το ξημέρωμα, περήφανα πετούνε τα πουλιά;
Όχι. Δεν τα ‘δες. Ήταν τα μάτια σου θολά και δακρυσμένα …
Και όπου τα χέρια σου μ’ αγγίξαν, με αίμα χαράχτηκε η χροιά τους …

Τραχύ το βλέμμα. Τραχιά και η καρδιά. Και ο χρόνος σου, ακόμη πιο τραχύς …
Μια απειλή … Μια απειλή, το είναι μου, για σένα …
Το παρελθόν μια απειλή … Το παρόν μια απειλή … Μια απειλή το μέλλον …
Χάθηκες … Χάθηκα … Πολλή η προσμονή για κάτι που ποθούμε …

Μην αδικείς τον ήλιο, που όλο λάμπει το πρωί!
Μην αδικείς το χώμα, που το νότισε, μια νύχτα, η βροχή!
Κυλούν, γελώντας, τα παιδιά αυτού του κόσμου, της μοναξιάς το τσέρκι …
Πάρ’ το στα χέρια σου και κύλησέ το στο δρόμο της ζωής, τραγούδια τραγουδώντας …

Το τραύμα αυτό που αιμορραγεί, γλυκά θα στο φιλήσω …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ

Αγαλλιάστε! Αγαλλιάστε! Χθες ήρθε η αποκάλυψη, σαν όνειρο δοσμένη!
Αγάπη χιλιοπλουμιστή στο ρούχο της οργής της.
Τον κρύο τοίχο χτύπησα με χέρι ματωμένο. Και δες!
Ήλιος λαμπρός και εύθυμος σε ουρανό θλιμμένο!

Βαρύς ο κρότος της ζωής. Βαριά η αναπνοή της.
Στα μάτια σου τα ερωτικά, ξεπήδησε η μορφή της.
Ανέβηκα τα τρομερά σκαλιά της εποχής σου.
Ρυτίδες πόνου ξέβρασε η δόλια η ψυχή σου.

Στο δρόμο χαμογέλασα. Με χτύπησε τ’ αγέρι.
Βγήκα σε άμμο χρυσαφιά. Αντάμωσα ένα αστέρι.
Ήρθα. Σε είδα. Πώς κοιτάς τη θάλασσα, όταν γέρνει!
Σ’ αγκάλιασα με στεναγμό… Αγάλλιαση που φέρνει!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΙ ΗΡΘΑ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ ...

Κι ήρθα να σε βρω …

Βαριά και σκούρα η κόκκινη κουρτίνα, που κρεμιόταν σαν αιώρα …
Την τράβηξα δειλά και μπήκα στου άγριου χειμώνα τον αιώνα …
Μέσ’ τη μεγάλη αίθουσα, ξαφνικά, εγώ, τόσο μικρή, το δρόμο μου τον βρήκα …
Όλος ο κόσμος, εσένα και εμένα, πώς κοιτούσε!
Ψηλή η εξέδρα, που τα πόδια σου, γερά, πατούσε …
Χαριτωμένη η φωνή που αντηχούσε …
Το όνειρο, κοντά μου και κοντά σου, το καλούσε …
Όλη τη δόξα της καρδιάς και του μυαλού, πώς, ξένοιαστα, σε μια στιγμή, χωρούσε! …

Είμαι αυτή που είχα πει πως θα ‘ρθω …

Χαμόγελο γλυκό, με έκπληξη, στο στόμα σου, φερμένο …
Στα μάτια μου, έφερε λευκά πουλιά κι όμορφα περβόλια… Ελπίδας χρόνια, ακριβά … Μοναχική, μικρή μου, ανεμώνη …
Πόσο θλιμμένα να κελαηδάει της άνοιξης τ’ αηδόνι! …

Συνεχίστε σαν να μην υπάρχω … Σου ‘χα πει.
Είσαι εδώ και υπάρχεις … Μου ‘χες πει.
Πώς πάγωσαν τα πιο ζεστά σου λόγια!


Κι ήρθα να σε βρω …

Και ξέχασα τα χρόνια …
Και αγνόησα τις μύριες καταιγίδες …
Πόσο άδικα, Θεέ μου, χαμήλωσαν, ξάφνου, όλα τα φώτα! … Πόσο άδικα! …
Γιατί να σβήνουν, πάντοτε τη νύχτα, έτσι άξαφνα όλης της γης τα φώτα; …


Κι ήρθα να σε βρω …

Βαριά και σκούρα η κόκκινη κουρτίνα, που κρεμιόταν σαν αιώρα …
Την τράβηξα δειλά και μπήκα στου άγριου χειμώνα τον αιώνα …
Πληγωμένο μου πουλί από την άθλια την μπόρα …


Κι ήρθα να σε βρω …

Σε είδα να χαμοπετάς … Κάπου αχνά, μια άγρια νύχτα του χειμώνα …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΠΟΥ 'ΡΘΕ Η ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ...

Και πάνω που ‘ρθε η σκοτεινιά …
Πόσο πυκνά τα σύννεφα και λεπτοκαμωμένα μοιάζουν!
Μια τέτοιαν ώρα, εκστατικά κι αγέρωχα, τα μάτια σαν κοιτάζουν …

Στον ουρανό τον μακρινό, απανωτά, τα μήκη και τα πλάτη τους, ξεδιάντροπα, χαράζουν.
Αλόγιστες οι διαδρομές … Αλλόκοτες και γκρίζες …
Αδιάκοπα, τον ερχομό τους προετοιμάζουν …

Και πάνω που ‘ρθε η σκοτεινιά …
Πώς να ‘ναι, άραγε, η νύχτα που σιμώνει;
Απρόσμενα, πώς γύρισε της μέρας το τιμόνι!

Σε μια ριπή του χρόνου που περνά
Στην αλλοπρόσαλλη του ήλιου αποκοτιά
Χαλάζι έφερε τ’ αγέρι του νοτιά ...

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥΤΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Το δάσος τούτο της σιωπής τυλίχτηκε με εξώκοσμη τη λάμψη,
τόσο διάφανη απ’ της πραγματικότητας τα φώτα.
Ριγώντας σε μια στάλα της βροχής, που τρυφερά το άνυνδρο το χώμα του χαϊδεύει,
στην αγκαλιά του χώρεσε, με δάκρυα ευλαβικά,
όλης της γης τα χνώτα.
Σε γλυκαπαντοχή και μιας καρδιάς την μοναξιά που ανασταίνει,
ανάσες κρύες και ζεστές, στο δάσος τούτο της σιωπής,
ηχήσανε από χρόνια.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΡΜΗΤΙΚΗ ΝΥΧΤΙΑ

Ερμητική νυχτιά,
μέσα στα χέρια τα κλειστά,
η ερημιά σου με τρομάζει.
Μια φεγγοβόλα γκρίζα μάζα η μοναξιά,
κι, ηδονικά, στης μαύρης θάλασσας τον κόρφο να πλαγιάζει.

Τι μουσικές … Και τι σιωπές αισθαντικές …
Μια ντροπαλή ριπή του ανέμου, το κορμί της αγκαλιάζει
Βιολιού γλυκιά ανασαιμιά … Πικρής απόγνωσης σκιά …
Του κόσμου όλου την καρδιά, απεγνωσμένα, πώς αρπάζει!

Ερμητική νυχτιά,
στο σώμα αυτό που, μυστικά,
την πιο κρυφή απαντοχή σου κουβεντιάζει
Ιεροφάντης γίνε, τώρα δα,
κι άσε του Λόγου το μυστήριο να φωλιάζει.

Πολύς ο δρόμος της ψυχής και μακρινός
Κι εσύ τον φώτισες αχνά
Μια γκρίζα νύχτα που, αλλόκοτα,
στο φως της, σκοτεινιάζει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ

Δύο ατίθασοι λυγμοί ριχτήκανε στο κύμα.
Αυτό που έβρεχε αλμυρά τα πιο στεγνά τους χείλια
Και δίπλα σ’ έρημη ακτή, στο στήθος το χρυσό της,
λάμψαν σαν πάλλευκοι βωμοί,
γυμνοί στο στεναγμό της.

Ο ένας πήρε τη Φωτιά
Ο άλλος καρτεράει
Γονατιστής προσκυνητής, τον μύστη του ζητάει.
Του δίνει χέρια που οι σιωπές τα πλούτισαν μ’ αξία
Και, σ’ ένα σκίρτημα ακριβό, πετιέται η φοβία!

Φωνή, απ’ όνειρα, ηχεί κι οράματα … Μεγάλη!
Ποιος θα περίμενε να δει ένα αστέρι να προβάλλει!
Σε πέντε δάχτυλα κρατεί τη Φύση και τον Κόσμο!
Και από αιθέρα το κενό κοχλάζει μεσ’ το φως του!

Όλα ακίνητα, θαρρείς, και στάσιμα, γινήκαν
Χωρίς αντίδραση καμιά, πιο αέρινα φανήκαν
Από παράξενη θωριά, λεπτή σαν την Ουσία
Ήρθε, σαν άγγελμα χαράς, η δόλια Αθανασία!

Παλλόμενη μέσα στη Γη, το Ύδωρ, τον Αέρα
Άνοιξε η θύρα που κοιτά τη νύχτα και τη μέρα
Και σαν ποτάμι που κυλά, τη θάλασσα να φτάσει
Του ιεροφάντη τα κλειδιά, χρυσά τα βρήκε η Πλάση!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ... ΄΄ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΑ΄΄ ...

ΤΑ  ... ΄΄ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΑ΄΄  ...
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΠΟΥ ΤΟΛΜΑ ...

Σ’ αυτό το σύμπαν που τολμά το όνειρο να ζήσει,
στο πλήθος μπήκα μια βραδιά κι αντίκρισα τη φύση.

Εικόνες όλες μαγικές, στολίδια πλουμισμένες
Παλάτια που έλαμπαν στο φως και άμωμες κοπέλες.

Έπιασα όλα της αφής και τα ‘κλεισα στο χέρι
Πήρα χρυσάφι το πρωί κι ένα λεπτό μαχαίρι.

Ακλόνητο το παρελθόν, μα το ‘κοψα σ’ αστέρια
Είπα να βρω το μυστικό που φέγγουν τ’ αγιοκέρια.

Και τότε … Μίλησαν θεοί και πρόσταξαν, σαν σφαίρα,
να μοιάζει, πάντα, η κεφαλή του ανθρώπου, νύχτα - μέρα.

Σε ενός μύθου το τρελό κακό και μια ανάγκη,
από της Ήρας τον μαστό, τροφή του νου κι απάτη.

Πολύ το γάλα της ζωής, ξεχύθηκε στα πλάτη
Ερμής που έπαιζε, θαρρείς, με του Ηρακλή τα λάθη.

Κι έτσι, η ζώνη του ουρανού, θαμπή κι αχνά δοσμένη
Του γαλαξία η φαμελιά, στον ήλιο να πεθαίνει.

Σε κόρφο θάλασσας βαθιάς, χρυσάχτινη ελπίδα
Κάθιζε πέτρα στην ψυχή, παιδιού πικρή η μοίρα.

Μα … Η γέννηση που ακολουθεί του ύπνου το ταξίδι
Στο ξύπνημα φανέρωσε, πώς τρέφεται η σελήνη!


Λαμπρή η άλως και αρκεί την ύλη να φωτίσει
Σε μία γέννα της καρδιάς, παιδιά να σου χαρίσει.

Άνεμοι σκόρπισαν, παντού, τον χρόνο και εχάθη
Σιωπή της νύχτας και λυγμός … φτωχά που είν’ τα πάθη!

Σκοτάδι λούστηκε, μεμιάς, και φως όλο σκοτάδι
Μυστήριο και προσμονή, πλανήτες και λυχνάρι.

Και, ξάφνου! … Ήρθε μιαν αυγή, ορίζοντα να θρέψει
Λες και νοιαζότανε κι αυτή, τον κόσμο να μερέψει!

Φωτίστηκε το αλλοτινό! Φωτίστηκε το τώρα!
Φωτίστηκε το αδειανό! Ηρέμησε η Χώρα!

Ψευδαίσθηση το λογικό και όπως και να έχει
Στο άπειρο από εξαρχής, η Αλήθεια δεν αντέχει.

Κοινή η πέτρα που κρατεί ατόφια τη γενιά της
Μα, πιο κοινό το ριζικό … και σπάει τα δεσμά της!

Τώρα … Το σώμα πιο θνητό και θεϊκό συνάμα
Στο νοερό! Στο απλανές! Στο θυμικό! … Το άγαν!

Σ’ αυτό το σύμπαν που τολμά μ’ αιθέρα να γεμίσει
Σε μαύρης τρύπας τη φωλιά, του απείρου θα ‘ναι η ζήση!

Καμπυλωμένη η ζωή … Καμπύλωσαν και τ’ άστρα …
Καμπυλωμένη η εποχή … Αγάπης όλα … Πιάσ’ τα!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΟΣΟ ΣΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ ...

Πόσο σε πληγώνει το πρωί, που η συννεφιά του,
βροχής νερό, την μοναξιά σου θα ποτίσει.
Στο τζάμι επάνω το υγρό, χλωμή η μνήμη σου και όλο να στερεύει
Τις στάλες τις αργόσυρτες, κοιτάζοντας νοσταλγικά,
τα όμορφα πουλιά που πέταξαν, πώς θέλεις να σου φέρει …

Πόσο σε πληγώνει το μεσημέρι το αχνό,
που η σάρκα του η καυτή,
της νιότης σου το τέλος, μ’ απονιά,
στον ζείδωρο τον άνεμο,
και, λησμονιά απέραντη, θ’ αγγίξει …

Πόσο σε πληγώνει της δύσης η κοκκινόβαθη θωριά,
όταν στης θάλασσας την αγκαλιά, τ’ απόγευμα, τον ήλιο της χαρίζει.
Ελπίδα κι όνειρα μακριά, να ξεμακραίνουν απ’ τη στεριά,
που, μ’ ένα απόβραδο πικρό,
στην καταχνιά της, κι απόψε, θα σε κλείσει …

Πόσο με πληγώνει του πόνου σου η σιωπή,
που σαν γελώ για να ξεχνάς
Σε κάθε αστείο της καρδιάς,
το πένθος της καρδιάς σου,
ταφόπλακα βαριά, το στήθος μου τσακίζει.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΝΗ

Απόκοσμη και μακρινή, πώς γίνηκε η φύση πάλι!
Χάδι περνιόταν η αυγή, φιλί και ρότα το λιμάνι …
Πόσο πλανεύτηκε η γη, μια νύχτα με φεγγάρι!
Αστέρια ξέβρασε το φως και ήλιο όλο σκοτάδι.

Τώρα, απόκοσμη και μακρινή, λιτά πώς ξεμακραίνει!
Ευθεία μόνο μια γραμμή, με όνειρα δεν δένει
Δεν δένει ούτε η ανατολή, τη δύση όταν γυρεύει
Περίεργη που έγινε μεμιάς, αργά ν’ αργοπεθαίνει.

Τόσο απόκοσμη και τόσο μακρινή, πώς γίνηκε που χέρια δεν τη φτάνουν!
Λυγούν τα πόδια σαν νεκρά, νερά που λίμνασαν κι αυτά
Φωνές, σκιές να φοβερίζουν την καρδιά
Πού πήγε κι η ακρογιαλιά, που έσμιγαν με κύμα τα πουλιά …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΜΙΑΣ ΠΑΙΔΙΑΣΤΙΚΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ...

Με μιας παιδιάστικης ντροπής την απονιά, τα μάτια σου έκανες, δειλά, πως θες να κρύψεις
Από τα μάτια που, αιώνια, σε πονούν, στην μοναξιά σου καταπάνω να χιμήξεις.

Να την αρπάξεις με θυμό απ’ το λαιμό, ενώ το στήθος σου, αδάμαστο, χτυπάει
Σε ένα λάθος της ζωής που το μισείς, ποιο να ‘ναι αυτό το μυστικό που δεν χωράει;

Θέλησες να ‘χει μια καρδιά παντοτινή, που το συναίσθημα της νιότης να αντέχει
Και σαν τον έφηβο που, σφόδρα, λαχταρά, στην αγκαλιά την άβαθη, βαθιά να σε προσέχει.

Με μιας παιδιάστικης ντροπής τον πανικό, αγνό το χάδι που πολύ αναζητούσες
Και αυτό που απέμεινε από ένα ριζικό, τώρα γυρεύεις, με πιοτό, να το μεθούσες.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΣΜΩΤΗΣ

Δεσμώτης χρόνου και Θεού και λάτρης των αιώνιων
Όμηρος είσαι του καιρού, χρησμός των απολλώνιων.
Ασκός αιόλων και πληγών, πετράδι και ιδέα
Εχθρός στη φύση των πολλών, των λίγων η κεραία.

Δεσμώτης άπειρου Καλού κι αντίλαλος του Νόμου
Στο βήμα του περαστικού, το πλάνεμα του πόνου.
Τροχός που σκάλωσε θαρρείς και κύβος που ερρίφθη
Στο μένος της απαντοχής και σ’ όραμα που ελήφθη.

Δεσμώτης άλλων εποχών για ό,τι δεν υπάρχει
Στον μύθο που έγειρε στη γη, η αλήθεια σου ενυπάρχει.
Από εντροπίας τον σκοπό και έσχατο σκοτάδι
Δεσμώτης θα ‘σαι μια ζωή, για ένα φριχτό σημάδι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΝΕΛΠΙΔΗ ΕΛΠΙΔΑ

Ανέλπιδη ελπίδα, της δύσης ηλιαχτίδα
Από μπαλκόνι αψηλό, μπαλόνι πώς ν’ αφήσω;
Μόλις που βρει αγέρι κι ουρανό,
χειμώνα θ’ αντικρίσω.

Ανέλπιδη ελπίδα, μετάξι μπαλωμένο
Ποιανής κοπέλας το κορμί, ρούχο να σε φορέσει;
Που μόλις χάδι σου ντυθεί,
ο πόνος θα τη θρέψει.

Ανέλπιδη ελπίδα, φωνή πώς θες να βγάλω;
Στα όρια μάταιης διαδρομής, ποια αυτιά να με ακούσουν;
Από το πλήθος το βουβό και τις στριγκλιές του δρόμου,
ποιανού διαβάτη τη καρδιά, για με, να μου χρεώσουν;

Ανέλπιδη ελπίδα, ποια τρέλα να σ’ αντέχει;
Το μέλλον υποτάσσεις, σε μέλλον που δεν έχει.
Από τα κέρινα φτερά που μου ‘βαλες για ώμους,
κατάρα έκανες τη ζεστασιά του ήλιου και τους νόμους.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ...

Στα πέρατα της λογικής, στα πέρατα ορίων
Στα πέρατα της εποχής των κάθε ανωγείων
Στα πέρατα των στεναγμών, στα πέρατα των πόνων
Στα πέρατα των φυσικών πραγμάτων και των νόμων.

Στα πέρατα των πονηρών λυγμών των κάθε όντων
Στα πέρατα των φοβερών καρπών των κατεχόντων
Στα πέρατα κάθε μικρής και ανούσιας πορείας
Στα πέρατα κάθε σαθρής και κούφιας σημασίας.

Στα πέρατα των φανερών, στα πέρατα των ΄΄μάλλον΄΄
Στα πέρατα των πιθανών και όλων των ΄΄ κάθε άλλων΄΄
Στα πέρατα της αντοχής, που κάποτε λυγάει
Στα πέρατα κάθε αρχής, που τέλος συναντάει.

Στα πέρατα των ακριβών τιμών των προϊόντων
Στα πέρατα των αξιών των υψηλών απόντων
Στα πέρατα του εγωισμού μεγάλων και σπουδαίων
Στα πέρατα του εθνικισμού των πάντοτε γενναίων.

Στα πέρατα … όλων αυτών και άλλων τόσων ίσως …
Στα πέρατα πολλών εχθρών, που τρέφουνε το μίσος
Στα πέρατα, και πιο μακριά, και από την Οικουμένη
Στα πέρατα της Ομορφιάς … Η Αγάπη ανασταίνει.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΥΓΗ ...

Αποχαιρετισμός ψυχρός και μια φυγή …
Οι λέξεις χώρισαν και κόπηκαν στα δύο
Κι αυτό που απέμεινε απ’ όλα πιο πολύ,
είναι η πίκρα των χειλιών και ένα αντίο.

Αποχαιρετισμός ψυχρός και μια φυγή …
Με νύχτα κρύφτηκε το δίκιο και η τόλμη
Στην επαιτεία μιας ψυχής που εκλιπαρεί,
θάνατος βρήκε τη καρδιά από ένα βόλι.

Αποχαιρετισμός ψυχρός και μια φυγή …
Τα πόδια έδωσαν, στο βήμα, χρώμα γκρίζο
Γκρίζα κι η θάλασσα ενός γκρίζου ουρανού
Στου Κάτω Κόσμου τη σιωπή, γκρίζου τοπίου.

Αποχαιρετισμός ψυχρός και μια φυγή …
Δεν ζει το σώμα μ’ αναμνήσεις που πεθάναν
Δεν ζει το θαύμα μια φωνή που δεν μπορεί
λόγο να βρει που να γιατρεύει κάθε τραύμα.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΛΛΟΠΡΟΣΑΛΛΑ ...

Αλλοπρόσαλλα χορεύεις, αλλοπρόσαλλα γλεντάς!
Αλλοπρόσαλλη χορεία, δεν αντέχεις ν’ αγαπάς!

Αλλοπρόσαλλα ελπίζεις σ’ ό,τι φέρνει αλλαγή!
Αλλοπρόσαλλα γκρεμίζεις κάθε αλήθεια και αρχή!

Αλλοπρόσαλλα γητεύεις τα εφήμερα του νου!
Αλλοπρόσαλλα γυρεύεις περιθώρια τ’ ουρανού!

Αλλοπρόσαλλα πασχίζεις για τη δόξα της γενιάς!
Αλλοπρόσαλλα σαπίζεις στα υπόγεια της ψευτιάς!

Αλλοπρόσαλλα πιστεύεις, πως το θαύμα θα γενεί!
Αλλοπρόσαλλα κωφαίνεις στου θεού κάθ’ εντολή!

………………..

Αλλοπρόσαλλη η ηχώς σου … Κι, αλλοπρόσαλλα, ηχεί …
Αλλοπρόσαλλα τα λόγια, που καλούν κάθε ψυχή …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

Ατέρμονη πορεία … Μια μόνιμη απορία
Ποια είναι η αρχή της; Τελειώνει η διαδρομή της;
Ατέρμονη πορεία … Για πάντα, έτσι μένει;
Κερί που πάει να σβήσει, μια φλόγα τ’ ανασταίνει;

Ευθύς σε κάθε μπόρα κι άνεμου τη φόρα,
πανιά και δέντρα γέρνουν και πλοία παραδέρνουν
Κορμιά των μετεώρων, ψυχές των κάθε απόρων
Μ’ ατέρμονη πορεία, κινείται η Ιστορία;

Σε άνοιξη που ήρθε και σ’ άνοιξη που φεύγει,
πικρό είναι το μέλλον, που μέλλον, πάντα, έχει; …
Ποιος, τάχα, θε να ξέρει αν κάποτε τ’ αγέρι
που άνομα γυρίζει, πορεία το ορίζει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΛΕΝΑ

Το όνομά σου, μου ‘χες πει, πως είναι ΄΄ο κανένας΄΄
Γλυκιά μου, ήρθες στη ζωή, σαν άρωμα κανέλας
Αφέθηκα να σε ρωτώ, ποια είναι η γενιά σου
Ποιο να ‘ναι αυτό το ριζικό, που κρύβει η ματιά σου.

Μπριόζικο χαμόγελο σε στόμα καραμέλας
Δεν είχε λέξεις να μου πει, μα άγγελμα ημέρας
Ημέρας τόσο αλλοτινής, ημέρας πλανεμένης
Που η καρδιά της απηχεί, αυτήν της Οικουμένης.

Απλώθηκα σ’ όλης της γης τα πλάτη και τα μήκη
Στων αστεριών την αγκαλιά, στων φοβερών τη φρίκη
Και τα μυστήρια που η γη, μου γέννησε στο διάβα
Μεσ’ την τροχιά σου την μικρή, μου φάνηκαν μεγάλα.

Τη λύση τώρα, εσύ, κρατάς σε χέρια ανοιγμένα
Σαν τα υψώνεις και κοιτάς του ήλιου μου το γέρμα
Στη παιδική σου μοναξιά και στην κρυφή σιωπή μου
Στο όνομά σου ξαναζώ την άλλη τη ζωή μου.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΝΤΡΟΠΗ

΄΄Χρόνια Πολλά!΄΄ ΄΄Χρόνια Πολλά!΄΄ …
Κι εσύ … Ντροπαλοσύνη!
Πώς σκύβεις πάνω απ’ τα κεριά,
να σβήσεις κάθ’ ευθύνη!

Άνεμοι σφύριξαν πολλοί!
Κι αυτά … Πώς τους αντέχουν!
Απογοήτευση, μαζί με προσμονή,
πώς έχουν!

΄΄Σβήσ’τα!΄΄ Φωνάζουν αρκετοί!
΄΄Άντε! Τι περιμένεις;΄΄
Γελούν κι εκείνοι από ντροπή
Αήττητος δεν μένεις!

Αχ! Τα κεράκια, απ’ εξαρχής,
το φως τους διαφεντεύουν!
Γέρνουν, λυγίζουν,
μα, εκεί! Περήφανα προσμένουν!

Και … Κάποιος που η ενοχή
τον έπιασε στα πράσα,
δίνει, στην ύστατη στιγμή,
το τέλος που έχει μάσα!

Φυσάει μ’ όλη την καρδιά!
Με δυνατά πνευμόνια!
Φυσάει και διώχνει την ντροπή
για ευτυχισμένα χρόνια!

Ένα κεράκι, μοναχά,
κρατήθηκε για λίγο …
Σάμπως, δεν ήθελε να πει
Πως … ΄΄κρύψατε τον ήλιο!΄΄ …

Χειροκροτήματα και ευχές!
Κεράσματα και γέλια!
Χωρίς, πια, φλόγα τα κεριά …
Φωτιά πήραν τα χέρια!

…………………………..

Στο δάσος μέσα, μοναχός,
από ντροπή αρρωσταίνεις
Και είναι ο θάνατος αργός
Μα … Κάποτε πεθαίνεις …

Γι’ αυτό … Στην τούρτα που,
γλυκά, τα χρόνια σου ορίζει,
άφησε ένα απ’ τα κεριά,
το φως σου να φωτίζει …


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΓΗ

Μια αντανάκλαση φωτός, κι ημέρα ξημερώνει
Μια αδιόρατη σκιά, τον νου να τον πλακώνει
Μια πανωραία αστροφεγγιά, καρδιά που ανασταίνει
Μια φευγαλέα αντηλιά, το αίμα να ζεσταίνει.

Ένα σημάδι τ’ ουρανού, για μπόρα που ξεσπάει
Ένα πουλί που σου μιλά, για ό,τι το πονάει.
Ένας ανθός της μοναξιάς και χρόνος που το φέρνει
Ένας χαλκέντερος βοριάς, που το κορμί σου δέρνει.

Πλανήτης σίγουρης τροχιάς κι αβέβαιων οριζόντων
Πλανήτης δίκαιων λαών κι ατρόμητων αρχόντων
Πλανήτης των υγρών λυγμών και μιας στεριάς του πόνου
Πλανήτης των πολλών φωνών στην ακροθαλασσιά του νόμου.

Γη που χαρίζεις την αυγή και δίνεις και σκοτάδι
Γη που την φτώχια σου μπορείς να κρύβεις κάθε βράδυ
Γη που τον έρωτα πουλάς σ’ ανήλια σοκάκια
Γη που αγάπη λαχταράς με δάκρυα στα μάτια.

Έλα κοντά μου, τώρα δα, και δώσε μου το χέρι
Σφίξε με πάνω σου γλυκά, να νιώσω κάθ’ αγέρι
Πλάνεψε πίκρες και καημούς και διώξ’ τους μακριά μου
Βάλε σελήνη να φορώ στα γκρίζα όνειρά μου.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Μην ψάχνεις, πάντα, πιο βαθιά τα μυστικά
Να ξέρεις, λίγες οι φορές, που θα υπάρξουν.
Ας επιπλεύσουν, μοναχά, τα αδειανά
Και γέμισέ τα εσύ με ό,τι σου φωνάξουν.

Μην ψάχνεις, πάντα, πιο βαθιά τα μυστικά
Δεν θα ‘ναι λίγες οι φορές που θα δακρύσεις.
Δεν θα ‘ναι, πάντα, στην αλήθεια, η χαρά
Και στο στρεβλό το ψέμα, την καρδιά σου θα ζητήσεις.

Μην ψάχνεις, πάντα, πιο βαθιά τα μυστικά
Θα κουραστείς από τους ήχους της εσπέρας.
Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξ’ τα ξανά
Στο περιθώριο μπες με όνειρα της μέρας.

Μην ψάχνεις, πάντα, πιο βαθιά τα μυστικά
Ρηχά κολύμπα και ρηχά αναδιφήσου
Δεν είν’ πανάκεια το αγέρι του βοριά
Και σε νοτιά την αγκαλιά θε να σε ρίξουν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ

Από το κήρυγμα της μέρας …
Στα οδοφράγματα μπροστά!
Θεός δεν έχει άλλα χέρια
απ’ τα δικά μας εδώ! Να!

Στο δρόμο λύθηκαν οι μνήμες
Κι οι ιστορίες περπατούν!
Γοργά τα πόδια και οι ρύμες
Στα οδοφράγματα οδηγούν!

Ποιος θα περίμενε το κύρος
ενός αρχόντου κι ενός νου,
πως θα εμπόδιζε τα δώρα
του μεγαλείου τ’ ουρανού!

Στα οδοφράγματα στηθήκαν …
Πανιά ανοιγμένα τα κορμιά!
Κατάρτια γίναν τα κοντάρια!
Καράβια γίναν τα σπαθιά!

Απροσδιόριστη η νύχτα …
Κι ο κουρνιαχτός που ακολουθεί …
Ποιος θα περίμενε οι νόμοι
να συντριβούν σε μια στιγμή!

Λόγος απέμεινε από όλα …
Από όλα αυτά που θε να δεις …
Κι όσο κι αν φεύγουνε τα χρόνια …
Στα οδοφράγματα θα ζεις!


Ελένη Σεμερτζίδου

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ

Τον γιο, την κόρη που κρατείς με πατρική αγάπη
Σαν πίστεψες, μ’ ένα κορμί, πως τρέφεται η απάτη
Ξαστόχησε το Αγαθό και τότε τα ινία
Του Πονηρού κάθε κακό, τα πήρε η προσδοκία.

Δεν σου ανήκει το κορμί. Μην το θωρείς δικό σου.
Δεν σου ανήκει η ψυχή. Φτωχό το ριζικό σου.
Μην προσδοκάς πως, το πρωί, στον γιο σου θα προσβλέπεις
Και προς τη δύση της ζωής, την κόρη θα επιβλέπεις.

Αλίμονο στον ασφαλή και πλούσιο αφέντη
Αλίμονο και στον φτωχό που χόρεψε στο γλέντι
Δεν είν’ του γιου σου η καρδιά, βορά της αρχοντιάς σου
Είναι της κόρης σου η φωτιά, που λάμπει μακριά σου.

Μην δεις το αύριο που θα ‘ρθεί, κρυμμένο από ένα πέπλο
Είναι διάφανη η ζωή. Μην αδικείς το δέντρο.
Βαθιές οι ρίζες και πλατιές. Δεν βρίσκεις την αρχή του.
Και σαν θα έρθει η στιγμή, θα χάσεις τη μορφή του.

Από το χέρι σου, καρπό να δώσεις στα όνειρά τους
Κι όταν μια μάνα θα ζητούν, μην δείξεις τη δικιά τους.
Προφήτης γίνε και βροχή, κι αγέρι κ’ ηλιαχτίδα
Στην αγκαλιά τους να χωρεί, όλης της γης η ελπίδα.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ

Πολλά ξεκαθαρίσαμε κι άλλα που απομένουν
Θα βρουν τη λύση τους κι αυτά. Συζήτηση γυρεύουν.
Στο τέλος τούτης της οργής, που έσφιξε τα χείλη,
θα ψάχνεις πάλι, απ’ την αρχή, της λήθης το παιχνίδι.

Θα κλείσεις μάτια κι αυτιά. Θ’ ανοίξεις φυλλοκάρδια.
Με μια αντανάκλαση του νου, θα τρέφονται τα βράδια.
Λουλούδια όλα εποχής, παρτέρια πώς στολίζουν!
Στο παραπέτασμα θα μπεις, να βρεις τι σου θυμίζουν.

Τότε … Τις σκέψεις σου εκεί, μην κάνεις κι αφήσεις!
Θα μαραθούνε οι ανθοί! Το πένθος θα γνωρίσεις!
Κράτησε μόνο, από πριν, μια ανάσα κι ένα αγέρι
Όταν η ομίχλη σηκωθεί … να μου κρατάς το χέρι …


Ελένη Σεμερτζίδου

Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ

Προσπάθησα να σου το πω, με λέξεις και με λόγια
Προσπάθησα να σου το πω, με ποιήματα και δώρα
Προσπάθησα, σ’ ενός πουλιού, το πόδι να το γράψω
Προσπάθησα, σε μια αγκαλιά, μαζί σου να υπάρξω.

Σ’ αντάμωσα στον πηγαιμό για μια μικρή πατρίδα
Σ’ αντάμωσα σε μια στροφή, που έφεγγε η ελπίδα
Σ’ αντάμωσα σε εξοχή, μονάχη να κοιτάω
Σ’ αντάμωσα σε μια ευχή, εσένα ν’ αγαπάω.

Σ’ αγάπησα τόσο πολύ, που ξέχασα ακόμα,
το όνομα, την απαρχή, τις ρίζες και τα χρόνια
Σ’ αγάπησα από καιρό … Όπως ανθεί το ωραίο …
Σ’ αγάπησα με μια ψυχή, που διώχνει το μοιραίο.

Σ’ αγάπησα και σ’ αγαπά τόσο βαθιά η καρδιά μου
Λαβώθηκα απ’ τις σκιές, που έβλεπε η ματιά μου
Σ’ αγάπησα από εξ’ αρχής … Και σφάλισα εφιάλτες
Που μου ‘λεγαν πως δεν βαστούν του κόσμου οι αντάρτες.

Εγώ, γεννήθηκα ξανά! … Φυσάει πολύ τ’ αγέρι! …
Είμαι αστέρι που φυλά το ακριβό σου χέρι! …
Κι εκεί που πας, με στεναγμό, το φως μου να το σβήσεις! …
Γίνομαι πάλι ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ ! … Ποτέ να μη μ’ αφήσεις!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΙΚΑΙΩΣΗ

Είπα πως θα ΄ρθω να σε βρω … Δικαίωση να πάρω
Δύσκολα λόγια να μου πεις, που κρύβουνε τον χάρο
Στα χρόνια που λησμόνησες, τη λησμονιά δεν βρήκες
Κι εγώ που δεν σε ξέχασα, το μυστικό σου μου είπες.

Δικαίωση ζητούσες συ, για χρόνια περασμένα
Παρηγοριά κι ένας καημός για μύρια πεπραγμένα
Σε ενός βράχου το τραχύ αλάφιασμα στο κύμα
Είδα στα χέρια σου να ζει το πιο πικρό μου ποίημα.

Σκληρά … Σκληρά τα χέρια σου … Πολύ! …
Πώς είναι καμωμένα! …
Πόνος … Απόγνωση … Φωτιά …
Πού να ‘χουν πάει τα κορμιά, που αγκάλιαζες σαν ξένα;

Δικαίωση, ξανά, ζητάς … Να δώσεις και να πάρεις
Μέσα σε μπαρ της συμφοράς, ποτό να με τρατάρεις
Κι εγώ, οινόπνευμα φτηνό, τον πίνω τον λυγμό σου
Δικαίωση κι εγώ ζητώ … Και γέρνω στο λαιμό σου …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Με μια βαρκούλα, που σε βγάζει στ’ ανοιχτά
Φτιάχνεις λιμάνια και πανέμορφα νησιά
Για να ξεθάψεις τους κρυμμένους θησαυρούς
Μα, αδιέξοδα, αρμενίζεις.

Σ’ ένα πέταγμα πουλιού, στον ουρανό,
Τα χέρια ανοίγεις, για ν’ αγγίξεις το θεό
Όμως, αυτός πολύ κοιτάει αφ’ υψηλού
Κι, αδιέξοδα, ελπίζεις.

Σε μια παρτίδα, που τα πιόνια κυριαρχούν
Ψάχνεις για μύθους που, αιώνια, ηχούν
Μα, η σκακιέρα έχει δική της λογική
Κι, αδιέξοδα, πασχίζεις.

Σε χρόνια που έφυγαν
Κι εκείνα που θα ρθούν
Για ποια αινίγματα εσένα θα ρωτούν;
Αγκομαχούν μεσ’ τις καρδιές τα μυστικά
Μ’ αδιέξοδα και ρήσεις …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΝΑ ΄΄ΓΕΙΑ΄΄

Ένα ΄΄γεια΄΄ και σουλατσάρω στα στενά
Ψάχνω σ’ όλα τα φθηνά ιδανικά
Μέσ’ τον κόσμο αυτό, την σπάνια αγορά,
που θέλω και σε βρίσκω.

Ένα ΄΄γεια΄΄ και ανεμίζουνε στο χθες
Λόγια τέτοια που θυμίζουν προσευχές
Κι όσο κι αν το βλέμμα γέρνεις να με δεις,
αδιάφορα γυρίζω.

Ένα ΄΄γεια΄΄ και σκοτεινιάζει ο ουρανός
Και το αύριο καθρέφτης πιο θαμπός
Τι να δω σ’ αυτό το χάος, τη σιωπή
Με σένα, πώς να ζήσω;

Ένα ΄΄γεια΄΄ και φανερώνονται ξανά
Όλα τ’ άστρα που ‘χουν πέσει στα σκαλιά
Στα σκαλιά τούτης της μάταιης εποχής,
που, αδιάκοπα, ελπίζω.

Πέσ’ μου ένα ΄΄γεια΄΄ λοιπόν
Κι άσε να υπάρχω για …
Για κάθε ώρα … Κάθε μέρα … Κάθε λησμονιά …

Ξενιτεύοντας τον χρόνο,
προφητεύω στο κενό
Και σε βλέπω σ’ απροσμέτρητο βυθό

Ξενιτεύοντας τον χρόνο,
ξαναζώ την μοναξιά
κι όλα εκείνα που μου πήρες μ’ ένα ΄΄γεια΄΄ …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΑΝ ΚΙ ΕΣΕΝΑ

Σαν κι εσένα, κάθε μέρα, το πρωί,
Τριγυρνάω σε μια άδεια εποχή
Και ζητάω ένα ζευγάρι από φτερά
Στους ώμους, για να ζήσω.

Σαν κι εσένα, διακτινίζομαι στο χθες
Σ’ ένα σύμπαν από κείνα, που όλο θες
Το κρυφό τους φως να έρθει να σε βρει
Κι ας είναι, πάντα, γκρίζο.

Σαν κι εσένα, στους ψιθύρους, στις φωνές
Θέλω να ‘βρω τη γαλήνη, απ’ αυτές
που ξυπνούν μέσα στης νύχτας τη σιωπή
για ό,τι δεν ορίζω.

Σαν κι εσένα, κυνηγάω μια θεά
Που λουζότανε σε γάργαρα νερά
Και μου είπαν και τα χείλη της, κι αυτά,
εσένα πως θυμίζω.

Σαν κι εσένα, προχωράω στις κορφές
Που αντικρίζουνε ανήμπορες ψυχές
Κι όσα βήματα κι αν κάνω στο κενό
Σε σένα … Ναι … Γυρίζω …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΝΥΚΤΩΔΙΑ

Στα νερά μιας νυκτωδίας, πώς γλιστράς;
Τροβαδούρος μιας υπήνεμης βραδιάς
Σ’ αναπόληση του χάους και της λύπης
Προσφιλές το άκρον άωτον της λήθης.

Ποιας σελήνης, ραθυμία να πρεσβεύεις;
Ποια μνημόσυνα του Έρωτα γυρεύεις;
Ωχριούν τα αληθινά, τούτη τη νύχτα
Νυκτωδία υακίνθινη η πίκρα.

Σ’ έναν τύμβο που οι πλάνες λοιδορούνε
Σε Ανάσταση τον κόσμο όλο καλούνε
Μα, στην άδοξη φθορά και τα γραμμένα
Είν’ τα πρέποντα που ρέουν μεσ’ το αίμα.

Ήταν νύχτα, που επέλεξες το μένος
Ζοφερά που είν’ τα θέλγητρα … Το τέλος …
Χαραυγής γενεσιουργία εξουσιάζει
Νυκτωδία του θανάτου … που σου μοιάζει …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ

Κοντά σου, η νύχτα αλλοφέρνει
Κοντά σου, η μέρα παραδέρνει
Κοντά σου, το όνομά μου χάνω
Κοντά σου, πέφτω να πεθάνω.

Κοντά σου, ίδια η πορεία
Κοντά σου, πλέρια φαντασία.
Κοντά σου, άνεμος και μοίρα
Κοντά σου, θάλασσας αλμύρα.

Κοντά σου, σχέδια και παγίδες
Κοντά σου, φόβος και καταιγίδες
Κοντά σου, η λύτρωση του χρόνου
Κοντά σου, η πτώση του αιώνιου.

Κοντά σου, οι ώμοι μου βαραίνουν
Κοντά σου, τα χέρια μου όλο γέρνουν
Κοντά σου, αγγίζω την καρδιά σου
Κι αποζητώ την αγκαλιά σου …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΣΤΙΓΜΗ

Σε μια ανύποπτη στιγμή,
τα λόγια φαρμακώνουν

Κι αυτά που λένε τα φιλιά,
τα διώχνουν άνεμοι μακριά
τον νου αποκαρδιώνουν.

Κι αυτά που λένε οι αγκαλιές
Γίνονται αλλόκοτες σκιές
Με νύχτα ανταμώνουν.

Σε μια ανύποπτη στιγμή,
η παγωνιά κυκλώνει

Κι αυτά που έλεγε η καρδιά
Σαν τα πλακώσει η καταχνιά
Πουλί που δεν ζυγώνει.

Κι αυτά που έθαλλαν στη γη
Σαν σε μια χώρα εξωτική
Χειμώνας μαραζώνει.

Σε μια ανύποπτη στιγμή,
οργή εξουσιάζει

Κι όσα γαλήνευε η ψυχή
Σε μια εικόνα θλιβερή
Ο πόνος αλαφιάζει.

Κι ό,τι αγαπούσες το πρωί
Κι ό,τι σου έδινε ζωή
Καράβι να βουλιάζει …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΗΡΘΑ ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Κυκλώπεια τα τείχη
Στεκόταν άγρια τα θεριά
Πλανιότανε η λήθη.

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Τα δάκρυα το ποτίζαν
Δεν είχες λόγια για να πεις
Και τ’ αύριο φοβίζαν.

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Και σκιάχτηκα απ’ την ώρα
Που ψιθυρίζανε μαζί
Ο θάνατος κι η μπόρα.

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Και έγειρα επάνω
Σε ματωμένες εποχές
Σε σκονισμένο πιάνο.

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Πενθούσε η ψυχή σου
Στα ξεφτισμένα τα σκοινιά
Κρεμόταν η ζωή σου.

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Σου λέω … ΄΄Καλησπέρα …
Υπήρχα, πάντα, απ’ τα παλιά …
Δεν είμαι τόσο νέα΄΄…

Στο φως σου ήρθα μια βραδιά
Δειλά λες … ΄΄Καλημέρα …
Δεν θα χλομιάσει η αυγή …
Θα είσαι, πάντα, νέα΄΄ …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

΄΄Τι στον κόσμο! Τι στον κόσμο!΄΄
Με ρωτάς και σ’ απαντώ
Είναι επώδυνα τα πάθη,
μόλις χάσουν το κενό.

Πόσο ανάλαφρη είν’ η μέρα!
Πόσο ανάλαφρο το φως!
Τι τα θες! Τι τα γυρεύεις!
Τι στον κόσμο! Τι αλλιώς!

Πάρε χούφτες από χώμα!
Πασπαλίζοντας μυαλά,
ήρθε η γη για να γλυκάνει,
τα ατίθασα κορμιά.

΄΄Τι στον κόσμο! Τι στον κόσμο!΄΄
Με κοιτάς και σε κοιτώ
Σε αφήνω να χορεύεις,
μέσ’ σε ξέφρενο ρυθμό.

Μαντολίνα και κιθάρες!
Μελωδίες των καιρών
Σε αρχαίους χορογράφους,
βρίσκεις λόγια των θεών.

΄΄Τι στον κόσμο! Τι στον κόσμο!΄΄
Σε κρατάω. Με κρατάς.
Όταν λήξουν οι συμβάσεις,
όλα ξέμπαρκα για μας.

Πολεμάς και πολεμάω!
Μ’ ανεμόμυλους τρελούς!
Τι στον κόσμο! Σε πονάω!
Σ’ ανταμώνω στο αλλού …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Πεμπτουσία κάθε νόμου
Πεμπτουσία του καιρού
Πεμπτουσία του πλανόδιου πωλητή
και ενός τρελού.

Πεμπτουσία της ημέρας
Πεμπτουσία της νυχτιάς
Πεμπτουσία της αμέμπτου ηθικής
της καθεμιάς.

Πεμπτουσία που έχει πόδια
και παπούτσια αστραφτερά
Μέσα σ’ όλα και τα χρόνια,
που γερνούνε τα κορμιά.

Πεμπτουσία του θανάτου
Πεμπτουσία της ζωής
Πεμπτουσία της ευλόγου
αλλαγής της εποχής.

Πεμπτουσία του στομάχου
και οδόντων κοφτερών
Πεμπτουσία των αμάχων
πληθυσμών και των φτωχών.

Πεμπτουσία είσαι κούκλα!
Πεμπτουσία είσαι θεά!
Μήπως ξέρεις, πού πουλάνε
τέτοια σπάνια μυαλά;

Πεμπτουσία, μου αρέσεις!
Σ’ έχω δει μπρος στο φακό!
Έχεις όμορφα τα χέρια!
Λυγερό και τον κορμό!

Πεμπτουσία! Τα μαλλιά σου!
Πόσο είναι μακριά!
Είναι προσφορά μεγάλη,
σαν βουλιάξεις στα βαθιά!

Πεμπτουσία! Πόσο θέλω
να μου πεις, κάποια στιγμή!
Πεμπτουσίας αίμα υπάρχει,
να ταΐσω μια ψυχή; …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Μακραίνουν, πάντα, τη στιγμή που θέλω ν’ αποφύγω
Κονταίνουν κάθε που πονώ και λέω πως θα φύγω
Τινάζονται στον ουρανό, στη γη όταν βουλιάζω
Παίζουν μ’ αγέρι και θεό, τ’ αστέρια όταν κοιτάζω.

Παλεύουν μ’ όνειρα τρελά, η θλίψη όταν με βρίσκει
Κάνουν παρέα με θεριά, η νύχτα σαν με πνίξει
Αναταράζουν τα νερά, γαλήνη όταν γυρεύω
Παίζουν στα ζάρια την καρδιά, πουλιά σαν αγναντεύω.

Άρωμα έχουνε γλυκό, πικρά σαν ανασαίνω
Χάδι που μοιάζει με γιαλό, τον βράχο όταν κραδαίνω
Φέρνουν μηνύματα στο φως, σκοτάδι σαν θα πέσει
Αγγίζουν άνομες ψυχές, αγάπη σαν με κλέψει.

Τα χέρια σου δεν αγαπώ, γι’ αγάπη όταν μιλάνε
Τα χέρια σου, κρυφά, φιλώ, τη νύχτα όταν κοιμάμαι
Τα χέρια σου, σαν με κρατούν, πώς θέλω να ξεφύγω!
Μα, αν μια μέρα τ’ αρνηθώ, δεν θα ‘χει η γη, πια, ήλιο!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ

Κάθε πείσμα, κάθε δάκρυ, κάθε έγνοια
Κάθε που γέρνει ο ήλιος για το γέρμα
Σε παλάμη που την χάραξε η γενιά της
ζεις το όνειρο μιας άλλης αυταπάτης.

Το βραχιόλι που σου φόρεσαν οι νύχτες
Μια θηλιά που μέσ’ σε τύλιξαν οι πίκρες
Κι οι φωνές που σαν ηχούν στο πέρασμά τους
παρηγόρια δεν θα βρεις στην αγκαλιά τους.

Σ’ ένα βήμα. Σ’ ένα σάλτο … Αχ, τα άστρα!
Πόσο αγέρωχα φωτίζουνε τα κάστρα!
Και τα τείχη που ορθώνονται μπροστά σου
τα μαγεύει και αυτά η ομορφιά σου!

Προσπερνάς της αγοράς σου τη βαβούρα
Μηχανεύεσαι, σκυφτή, με μια μαγκούρα
Στα σεντόνια, πλουμιστά από στολίδια
ανασαίνεις του θανάτου την ασχήμια.

Φοβερίζεις το θεριό και τον αφέντη
Παίρνεις δύναμη και μπαίνεις μεσ’ το γλέντι
Απειλείς πως σε κανέναν δεν ενδίδεις
Και πατρίδα αλησμόνητη θα μείνεις.

Αλησμόνητο το χώμα στη θωριά σου
Αλησμόνητο το κύμα στην ποδιά σου
Αλησμόνητο το φως και το σκοτάδι
Αλησμόνητο το κρίμα σ’ ένα χάδι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ!

΄΄Πώς να ξεχάσω!΄΄ , μου ‘χες πει
΄΄Και απ’ ό,τι δεν σε φτάνει
Οδυνηρό θα ‘ναι στη γη …
Ουράνιο σημάδι΄΄
…

Σημάδι, τάχα, μιας οδού;
Για, θρήνου ανεμοχάδι;
Αστέρι νύχτας γιορτινής;
Για, πένθιμο φεγγάρι;

Το λάθος σου να μ’ αγαπάς,
μου ‘πες πως σε μαραίνει
΄΄Πώς να ξεχάσω΄΄ , εσύ ρωτάς,
που η αλήθεια σε πεθαίνει;

΄΄Πώς να ξεχάσω΄΄, όσα και αν πεις,
στο ψέμα σου ριζώνεις!
Γιατί στ’ αλήθεια αν αγαπάς,
την πίκρα δεν σιμώνεις!

Αυτό που δίνει στις βραδιές
γλυκόπικρη τη γεύση,
είναι ο σπόρος του ΄΄εγώ΄΄
που σ’ έχει κυριέψει!

Για να γλυτώσεις απ’ αυτό
που θες να λησμονήσεις …
Αγάπησέ το με ψυχή! …
… Και τ’ όνειρο θα ζήσεις!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑΜΠΟΥ

Σαν μιαρό και ιερό, τοπίο στη ζωή σου
Μίας πρωτόγονης κραυγής, ορέγεται η ψυχή σου
Αμφίρροπο το θυμικό, μίσος κι αγάπη δένει
Αισθήσεις πιάνουν μια ενοχή, που σ’ όνειρο απομένει.

Το αίμα είναι η αρχή … Φόβος η εκδοχή του
Το πρόσωπο καλά κρατεί … Κρυμμένη η πληγή του
Δεν άργησε να ρθεί η στιγμή, και το έγκλημα γεννιέται
Θαμμένο ζει στα σκοτεινά … Τον ήλιο καταριέται.

Έτσι … Φανέρωση αργή … Θ’ αργήσει … Αλλά …
Προφταίνει! Αρπάζει κάτι απ’ τα μαλλιά! … Μα …
Νάτο … Ξεμακραίνει! Δεν θα το μάθουμε ποτέ …
Δεν θα το δει ο χρόνος … Είναι γλυκό; … Μήπως πικρό; …

Ταμπού! … Κι εσύ! Κι ο πόνος!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΑΓΚΕΛΟΦΡΑΧΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Καγκελόφραχτη γενιά της αγοράς
Που γλιστράς απ’ την απέναντι γωνία
Σε στροφή του στεναγμού αναζητάς
Να ‘ρθει η ώρα για του δρόμου τη πορεία.

Καγκελόχρωμα τα νάματα του χθες
Ασημόφερτα τα δώρα της ανδρείας
Φεγγαρόλουστη η μέρα του χαμού
Ηλιόλουστη η νύχτα της μαγείας.

Καγκελόφραχτα κι ατίθασα παιδιά
Που σκοντάφτετε σε λάκκους από λάσπη
Σε μια λέξη που αποστρέφεται η ματιά
Δεν υπάρχει μια αλήθεια να τη λάμψει.

Καγκελόφραχτη γενιά της αγοράς
Απ’ τα κάγκελα, τα χέρια μου σου δίνω
Και αν τα χέρια σου τα πάγωσε ο χιονιάς
Τα δικά μου τα ζεσταίνει ίσως ο ήλιος.


Ελένη Σεμερτζίδου


















ΣΑΝ ΕΡΧΕΣΑΙ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙΣ ...

Μέσα από δέντρα μιας λευκόχρυσης αυγής
Χλωμό ρυάκι … και τα φύλλα τους ριγμένα καταγής
Κι εσύ … Σαν έρχεσαι και φεύγεις …
Πώς μπορείς; Κοίτα που πάει να νυχτώσει από νωρίς!

Υπερνικάει η μοναξιά το θυμικό
Σφίγγει, σαν μέγγενη, τον άπιαστ’ ουρανό
Κι εσύ … Σαν έρχεσαι και φεύγεις …
Απορείς. Δες πώς βαδίζεις μέσ’ σε αίνιγμα ζωής!

Ποδοπατάς, για ένα παρόν, το παρελθόν
Κι όταν αγγίζεις, είσαι πιο πολύ απών
Εκεί που έρχεσαι και φεύγεις …
Σ’ αγαπώ! Θέλω να παίξω στο θαμπό σου σκηνικό!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΣΣΑ

Μέσα στους δρόμους μιας ατέλειωτης αρχής
Χάνεσαι … Βρίσκεσαι … Και πάλι απ’ εξαρχής
Απ’ τις άμετρες στιγμές του λογισμού
Περνούν στρατιές που παραδέρνουνε αλλού.

Και συ, καβάλα σ’ ένα άγριο φαρί
Πώς καταφέρνεις να τραντάζεις κάθε γη!
Περιηγητής και μια επίδοξος φονιάς
Πόσες καρδιές θα σε χωρέσουνε μεμιάς!

Πάνω στα πόδια σου, θα σκύψω και θα δω
Όλη τη σκόνη απ’ τον χάλκινο καιρό
Γονυπετής θα σου ζητήσω μια ευχή
Αυτή που έκανα σαν ήμουνα παιδί.

Αχ, στρατηλάτισσα! Ποιο να ΄ναι το πρωί;
Που θα πλανέψω μια απέραντη σιωπή!
Κι απ’ τις ερήμους, στις οάσεις των πηγών
Θεά να γίνω των μεγάλων και μικρών!

Το χέρι δώσε μου και πάρε με σιμά
Βάλε στο σώμα μου την άγρια χαρά
Κι όταν ο έρωτας αγγίξει την ψυχή
Αυτή θα σμίγει με αδάμαστο κορμί.

Σε ένα άτι από κείνα που πονάς
Αναχωρήτρα που την μοίρα, συ, κρατάς
Πάνω σε σέλα, δώσ’ μου όνομα κι αρχή
Χωρίς την πλάνη, τι αξίζει μια ζωή; …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣ ΗΤΑΝ ΠΑΛΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ...

Ας ήταν πάλι ο καιρός … Αγνά είχε ‘ρθεί το καλοκαίρι
Συνεσταλμένα ο ουρανός, γελούσε πλάνα με τ’ αγέρι

Ας ήταν πάλι ο καιρός … Σμίγαν τα μάτια … Κι ένα αστέρι …
Ήταν λαμπρό … Πολύ λαμπρό … Χλωμά καλούσε σ’ άλλα μέρη

Ας ήταν πάλι ο καιρός … Χέρια που γείωναν το σώμα
Κι όταν το παίρνανε οι Θεοί, αυτά το πόναγαν ακόμα

Ας ήταν πάλι ο καιρός … Δεν στο ‘χα πει … Μα … Μοιάζει ψέμα …
Ποθούσα κι έχανα μαζί, ό,τι αγαπούσα από σένα …


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ

Ίσως να το ‘θελες πολύ, βαρβάτο να ‘ταν κείνο
Μα θηλυκό σού είχε βγει, θηλυπρεπές και λίγο.

Αν ήταν, πάλι, αντρικό, η δύναμη θ’ αρκούσε
Θα έμοιαζε, όμως, φτηνό και, μάλλον, θα ξεφτούσε.

Τα χέρια αν ήταν πιο μακριά, με δάχτυλα όλο χάρη
Θα νόμιζες η λησμονιά πως ήρθε να μας πάρει.

Φλέβες στα πόδια αν είχα δει, θα έλεγα στ’ αλήθεια
Είναι από χρόνια και εποχές και νύχτες με ξενύχτια.

Ψιλόλιγνο κορμί και νους που κόβει σαν ξυράφι
Σου άρεσε η ομορφιά, μα η ζήλεια σ’ είχε άχτι.

Ατμόσφαιρα Θεού και γης ζητούσες και ευχόσουν
Αλλά στο φως σαν μ’ είχες δει, φοβόσουν το χαμό σου.

Βολές που ρίχνονται παντού και λόγια θολωμένα
Ποιο να ‘ναι κείνο το Καλό που γύρεψα σε σένα;

Μητέρα εσύ της συμφοράς, ποιον γιο να μου χαρίσεις!
Μόλις που γύρισα στο φως, τον ήλιο είχες κρύψει!

Μπορεί η ατμόσφαιρα αυτή να ήταν η αιτία
Μπορεί ο δαίμονας και ζει σε κάθε ανταρσία.

Χαθήκαμε κι δυό μαζί και να ‘σου, τώρα, μόνοι
Ό,τι ηχεί σαν μια ευχή, το όνειρο ματώνει.

Μη μου λυπάσαι! Στο ‘χα πει! Δεν είν’ η ιδέα κούφια!
Άμα την κοίταζες γλυκά, θ’ ακούγαμε τραγούδια!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΜΕΤΡΟ

Απ’ όλα τα καλύτερα, σαν είναι να αποτύχει,
παίρνει η ζωή τα ημίμετρα, στο μέτρο και τα ρίχνει
Κι αν είν’ το μέτρο συνετό, κι αν είναι δομημένο
Αδόμητο το σκεπτικό, στο άπειρο δοσμένο.

Απ’ όλα τα αδιέξοδα, αυτά που σε πονάνε,
το πλοίο φάρο αναζητεί, στο μέτρο σ’ οδηγάνε.
Και σαν κουρνιάσει το πουλί, ζεστή γωνιά η φωλιά του,
σιγή και πόνος πάν μαζί με κρύο στα φτερά του.

Μαύρα τα σύννεφα, πολλά, και πάνω που φυσάει,
ψάχνει να φέρει ο ουρανός το μέτρο που του πάει
Κι όταν η θάλασσα γλυκά στον ήλιο θα κουρνιάσει
στην μπόρα και στον κεραυνό, το βιος της θα το χάσει.

Τώρα, συ, άπειρα, μιλάς, την νιότη αγναντεύεις
Το μέτρο, απ’ όλα, δεν γρικάς, και στ’ άγνωστο χορεύεις
Βάφεις παράλογα το νου και μια καρδιά φευγάτη,
βάζεις για λόγο του θεού κι ενός θνητού το μάτι.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕΙΡΗΝΕΣ

Αχελώου θυγατέρες και της Μούσας Μελπομένης
Συνοδοί της Περσεφόνης, η φωνή της Οικουμένης
Του Ορφέα το τραγούδι, πρόσβαλε την ομορφιά σας
Το ασκέρι του Οδυσσέα, γλύτωσε απ’ την καρδιά σας.

Πάθος, γνώση, αλλά και γύμνια
Του θανάτου τα συντρίμμια
Ξελογιάστρες, πια, θλιμμένες
Κόβουν του έρωτα τις μέρες.

Παραμύθια κι άλλοι μύθοι
Το κουκί και το ρεβίθι
Μέσ’ τα άδικα σκοτάδια
ζουν η πλάνη και τα χάδια.

Ή γοργόνα ή και ψάρι
Ή πουλί ή και φεγγάρι
Μια εξιλέωση ζητούνε
Μα, στον Άδη περπατούνε.

Μόλπη, συ! Και Αγλαόπη!
Λευκωσία! Παρθενόπη!
Πεισηνόη και Λιγεία!
Θελξιέπειας γοητεία!

Τώρα, άκαρπες, πλανιέστε
Σ’ εποχή τραβολογιέστε
Μιά Σειρήνες των καιρών σας
Μιά Μητέρες των παιδιών σας.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ...

Τραγούδι του ονείρου …

Στις φυλλωσιές σαν μπαίνει τ’ ανέμου η σβελτάδα
Δροσοσταλίδας ρίγος απ’ την αυγή δοσμένη,
σου κλέβει τη φρεσκάδα.

Τραγούδι του ονείρου …

Ο ήλιος λαμπυρίζει
Και συ, κι απόψε, νύχτα,
σαν αίνιγμα θα έρθεις,
με ό,τι σε θυμίζει.

Τραγούδι του ονείρου …

Πού είναι το κεντρί σου;
Με τσίμπημα μοιραίο,
στο άλλο πεπρωμένο,
να σβήσω στο φιλί σου …

Τραγούδι του ονείρου …

Απ’ όλα που σου μοιάζουν …
Αισθαντικές οι νότες …
Το άπιαστο αλαλάζουν …


Ελένη Σεμερτζίδου

ΚΑΠΟΤΕ ΜΟΥ 'ΛΕΓΕΣ ...

Κάποτε μου ‘λεγες πως η αγνή αγάπη
Δεν είναι άπιαστη, δεν μοιάζει μ’ αυταπάτη
Δίνει και παίρνει και, ποτέ, δεν μετανιώνει
Είναι φορές που με το δάκρυ ζευγαρώνει.

Κάποτε μου ‘λεγες πως τα φθηνά τα λόγια
Είναι παλάτια που σωριάζονται στα χρόνια
Χρυσάφι έχουν και πολύτιμους τους λίθους
Μα ασφυκτιούν μέσα στους μάταιους τους μύθους.

Κάποτε μου ‘λεγες οι άνθρωποι τρομάζουν
Όταν μονάχοι τους τ’ απόβραδο πλαγιάζουν
Θέλουν στα χέρια τους να σφίγγουν μια αλήθεια
Κι ένα κορμί τους παρασέρνει σε ξενύχτια.

Κάποτε μου ‘λεγες να είμαι ονειροπόλα
Να σεργιανώ μέσα σε άχρονα περβόλια
Από πηγή, νερό να πίνω που αναβλύζει
Αγνάντι να ‘χω από ψηλό το μετερίζι.

Κάποτε μου ‘λεγες πως βγαίνοντας ο ήλιος
Ο κόσμος γίνεται ο πιο γλυκός μας φίλος
Και σαν τα σύννεφα μ’ ομίχλη ανταμώσουν
Αρχή και τέλος, σε εμένα, θα ενδώσουν.

Κάποτε μου ‘λεγες πολλά που νου φωτίζουν
Απόψε πήρα τα γραπτά που σε θυμίζουν
Τον τόνο έσβησα σε λέξη παινεμένη
Κι η πρόταση έμεινε μισή και τελειωμένη.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΝ ΑΝΤΕΧΑ ...

Αν άντεχα, θα ‘ταν αλλιώς
Θα υπήρχε μια αιτία
Να ξαναγίνει το παρόν
θλιμμένη οπτασία.

Αν άντεχα, θα ‘χαν ζωή
το σπίτι, τα δρομάκια
Τα όνειρα θα είχαν βγει
για βόλτα στα σοκάκια.

Αν άντεχα, κάποια φωνή
κοντά θα με καλούσε
Στα μάτια της τα αδειανά
μια απάτη θα ανθούσε.

Αν άντεχα, η ξενοιασιά
σε ζωντανό λιμάνι
Θα έπιανε την απονιά
μια τσάρκα να την βγάλει.

Αν άντεχα, το ριζικό
που κλαίει, μια, γελάει
Θα έκανε το δειλινό
για σένα να ρωτάει.

Μα, αν άντεχα … Εσέ ρωτώ
Σε βροχερούς χειμώνες
Θα είχε όνομα ο καημός
να ζει μεσ’ τους αιώνες;


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣ ΗΞΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ...

Δεν δίνει η μέρα, η ακριβή, βροχή να σε δροσίσει;



Αγέρι κρύο, απ’ το βουνό, πνοή να σου χαρίσει;



Τ’ αστέρι πάνω, τ’ αψηλό, ορίζοντα δεν δείχνει;



Κι η ξελογιάστρα η αστραπή το σκότος δεν το κρύβει;







Ας ήξερα γιατί να ζει, μια γη σαν μαραζώσει



Και μια αλήθεια να πονά, στον κόσμο, σαν στοιχειώσει



Ας ήξερα γιατί φωνή ο γέρος να υψώνει



Και ένας νέος, σιωπηλά, παρόν να θανατώνει.







Ας ήξερα γιατί ο λαός να χάνεται στο βιος του



Γιατί να είναι ο λυγμός, ο άσπονδος εχθρός του



Ας ήξερα γιατί, σφιχτά, σαν μου κρατάς το χέρι



Ματώνει, πλέρια, η καρδιά, και ψάχνει άλλα μέρη.







Ας ήξερα, πόσο κρυφά ηχούν τα μυστικά σου



Ποιο φυλαχτό να είν’ αυτό που ζήταγε η γενιά σου



Ας ήξερα, ποια ατραπό να πάρω να με βγάλει



Σ’ ένα λιβάδι που δεν ζει τ’ όνειρο κι η πλάνη.


Ελένη Σεμερτζίδου











ΑΝ ...

Αν είναι όλα να γυρνούν
ανάποδα και ίσια
Μην την εψάχνεις την αρχή
και σβήσε κάθε αλήθεια.

Αν σε νικάει το κακό
και το καλό χτυπιέται
Τι, σαν το βρεις το μυστικό;
Τι, κι άσ’ το να πλανιέται!

Αν το απόβραδο νωρίς
θα ‘ρθεί με την εσπέρα
Θα κάνει την καλοκαιριά
χειμώνα και αγέρα.

Αν σ’ ένα λόγο να ηχεί
αντίλαλος και ήχος
Πολύ του κόσμου η κραυγή
και λιγοστός ο μύθος.

Αν του τρελού η λησμονιά
τον πόνο δεν γρικάει
Του συνετού η μαχαιριά
το στήθος σου πονάει.

Μα, αν έχει λόγους η ζωή
στα ΄΄αν΄΄ της να τραβιέται
Δίνω και εγώ ένα ΄΄γιατί΄΄
στο χάος ν’ απαντιέται!


Ελένη Σεμερτζίδου


ΦΩΤΑ ΠΟΡΕΙΑΣ

Φώτα πορείας αναμμένα σε τρομάζουν
Στην γκρίζα άσφαλτο, τον δρόμο σαν χαράζουν
Και συ, πιο μαύρη κι από θάλασσα τη νύχτα
Πνίγεσαι μέσα σε καπνούς και σε ξενύχτια.

Φανάρια κόκκινα, τα φρένα σου εξιτάρουν
Σαν τα πατάς, λες και τα όνειρα φρενάρουν
Και συ, πιο μόνη κι απ’ της μοναξιάς το πάθος
Mεσ’ την ομίχλη μιας ζωής, κλείνεις το λάθος.

Σκόνη απλώνει της μαγείας της τα δίχτυα
Να σε σκεπάσει, να μην νιώθεις την αλήθεια
Αυτή που σου ‘λεγε, σαν ήσουνα παιδάκι
Στοιχειά και δράκοι, θα σου κρύψουν την Ιθάκη.

Φώτα πορείας, σου στοιχειώσαν κάθε ευθεία
Στροφές σε ‘βγαλαν σ’ αδιέξοδη φοβία
Στο τζάμι έλαμψε της χαραυγής η μέρα
Φώτα πορείας, και συ δείχνεις πιο λαθραία.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΦΤΕΡΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Δεν μπαίνουν όλα σε μια σφαίρα στρογγυλή
Δεν περιστρέφονται μ’ αγέρωχη ορμή
Δεν έχουν, πάντα, το γαλάζιο τ’ ουρανού
Δεν ανασαίνουν τον αέρα ενός θεού.

Κι αν είναι επίπεδος κι ανέστιος ο γιαλός
Ποτάμι ατρόμητο, ο μαύρος βρυχηθμός
Μιας γαίας ένδοξης, βιοπάλη κι αντοχή
Κλείνει σε όρια κάθε άναρθρη κραυγή.

Φτερά απροσδόκητης χαράς πιάνουν κορφή
Γκρεμοτσακίζονται και, πάλι, απ’ την αρχή
Αναπολούν, μπαίνουν σε πλοίο της γραμμής
Κι ένα νησί τους περιμένει … Αν το βρεις.


ΑΛΙΜΟΝΟ

Σε τούτους τους χλωμούς καιρούς
Αλίμονο στο χρώμα!
Που ντύνει φύση και ψυχή,
παράνοια και σώμα.

Σε τούτα τα λιγνά κλαδιά
Από δεντρί κομμένο
Αλίμονο στον φτερωτό
τον Έρωτα, τον ξένο!

Σε τούτες τις στενές οδούς
Που σπίτια μαραζώνουν
Αλίμονο στους ζωντανούς!
Τον θάνατο ανταμώνουν.

Και σ’ όλα τα σκυφτά κορμιά
Που λόγο δεν στεριώσαν
Αλίμονο στα παιδικά!
Που τίμημα πληρώσαν.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΞΕΝΟΙ

Σαν συναντιόμαστε στο φούρνο … Στις πλατείες …
Κάποτε, ανάσαιναν καημοί και ιστορίες …

Εσύ κοιτάς να κόψεις δρόμο, να προφτάσεις
Εγώ καφέ πίνω και θέλω να με χάσεις.

Από νωρίς, ηχούν καμπάνες που δεν βλέπεις
Την προσευχή, που μου ‘χουν μάθει, ανατρέπεις

Εγώ ριγώ στην επαιτεία της ζωής σου
Εσύ γελάς στην πονηριά της αντοχής σου.

Διαδηλωτές κραυγάζουν σήματα και λέξεις
Στο παρασύνθημα, ποιον ρόλο να διαλέξεις;

Εσύ κρατάς έναν σταυρό και μια σημαία
Εγώ φορώ την μοναξιά μου για παρέα.

Αντιλαλούν, από παντού, τα γεγονότα
Θυμοί και ζήλοι δίνουν, πάντοτε, μια νότα

Εγώ πονώ που με πονάει η προσβολή σου
Εσύ ζητάς να αρνηθώ την ενοχή σου.

Γυρίζουν όλα σε μια πόλη που ‘χει ήλιο
Όταν θα δύσει, θα ‘ρθει ώρα για έναν φίλο

Εσύ θα πεις την καληνύχτα του χαμένου
Εγώ σκιά θα γίνω στη ζωή ενός ξένου.

Ξένοι, όπως όλοι, που μιλούν τα ξενικά τους
Ξένοι, στο τέλος, πιο πολύ στα σωθικά τους
Ξένοι στο σπίτι, στο σχολείο και στο δρόμο
Ξένα μοχθούν … Ξένα διαβάζουνε τον νόμο.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΣΤΟΣ

Πατάει στο ‘να το σκαρί και στην ανημποριά του

Έχει τα όπλα συντροφιά, πουγκιά στην αγκαλιά του

Βλέπει ανάποδα το φως και το σκοτάδι πρίμα

Χάσκει το χρέος του βαρύ και το χρυσάφι φίνα.



Σμίγει τα φρύδια τα παχιά, σαν θέλει να κερδίσει

Καλεί τον πλούτο, τον φονιά, βωμό να του χαρίσει

Στην εκκλησιά, την Κυριακή, λαμπάδα ορθή υψώνει

Και στου παπά την προσταγή, τα μάτια χαμηλώνει.



Κομψό το ένδυμα, κορμί λεβέντικο να ντύσει

Σκαρπίνι μαύρο, φλογερό, τα όρια να γκρεμίσει

Στη γειτονιά της συμφοράς, χαμόγελα αντικρίζει

Και όταν ΄΄ποιος είστε;΄΄ τον ρωτάς, σεμνά παραμερίζει.


Ελένη Σεμερτζίδου



ΣΤΟ ΦΑΡΟ


΄΄… Και κάλπαζε ραγδαία στην πολέμια χλαλοή … ΄΄
Τα μάτια στύλωσες στον όρμο τον γαλάζιο
Καρδιά απλώθηκε σε σώμα από πανί
Και στη χλωμή αμμουδιά τα κύματα τινάχτηκαν στο βράχο.

Κουρούνες σάλεψαν φτερούγες στραφτερές
Αφήσαν πίσω τους δυο θλιβερές κραξιές
Κοφτό το τρέξιμο μιας βάρκας με κουπιά
Καμπύλη έγραψε και χάθηκε ξανά.

Σε παγερό και ανεμόδαρτο καιρό
Ρυτιδωμένη θάλασσα, τ’ ασήμαντο κενό
Είπες να πέσεις σε παρόρμηση φριχτή
Σαν να ζεσταίνει ο ήλιος μάταια τη γη.

Τα χέρια δέθηκαν σ’ αμήχανη τροχιά
Σύννεφα διάβαιναν, μα … ένδειξη καμιά
… Κάποιος να έκανε μια γκάφα φοβερή; ...
Στο φάρο, αντέστρεψες τον τρόμο σε νησί.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΝΥΧΤΕΣ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ

Νύχτες των γυρισμών σ’ αλλοτινές και αλλοπρόσαλλες οδούς
Σε λιγοστό και αναπόδραστο κενό να περπατώ
Να συναντώ, σε απροσπέλαστους καιρούς, το παρελθόν
Να καρτερώ πως οι σιωπές του, σ’ έναν ήλιο, θα λυθούν.

Ανενδοίαστα και απρόσωπα τα ριζικά που ανακαλούν
Σε τροχιά που δεν θωρείς, σε φοβερίζουν, σ’ απειλούν
Λίθος που ‘πεσε, σ’ ακόλαστη φωτιά, μια Κυριακή
Απ’ την φλόγα της λαβώθηκε και μάτωσε η ψυχή.

Νύχτες των γυρισμών και συ, μονάχος, ψάχνεις μέσα τους να βρεις
Αυτά που τρόμαζες, κι ας ήξερες πως κάποτε θα δεις
Αλαφροΐσκιωτος και διάφανος της γης ο λυτρωμός
Νύχτες ατέλειωτες που αγάπησες και πέρασες, σαν άγρυπνος φρουρός.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΟ ΚΑΛΟ

Ποιος όρισε τι είναι το καλό;
Ποιος είπε ότι το ξέρει;
Ποιος πήρε στο ‘να χέρι έναν χρησμό
που τ’ άλλο δεν τον φέρει;

Στην άσχημη του κόσμου χαλασιά
Οι ναύτες δεν κιοτεύουν;
Σε καπετάνιο που το κύμα τον χτυπά
Χαμόγελα δεν στέλνουν;

Σάμπως να μπόραγε η καρδιά
Δυό άλλες να γιατρεύσει;
Σάμπως να φτιάχτηκε το φως
σκοτάδια να σμιλεύσει;

Ποιος θέλει να πουλάει σιωπή
Και ήχο ν’ αγοράζει;
Ποιος θέλει να κρατάει καλό
Ζητιάνος να φαντάζει;

Αφήστε κάτω το καλό
Και πιείτε το κρασί σας!
Φιλήστε ο ένας του αλλουνού
τα χείλη της ψυχής σας!

Τραγούδι πείτε γιορτινό
Κι ο πόνος ας το δέρνει!
Σαν βρεις τον άλλο σου αδελφό
Καλό δεν σ’ αφεντεύει!


Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Και αν το πούπουλο θα πέσει στο ζυγό
Ορθοστατώντας ή και γέρνοντας, ποιος ξέρει;
Θα μπει στο σπίτι ένας άνεμος αψύς
ή ραθυμιά όλος ο ήλιος θε να φέρει;

Ω! Μην είναι, πια, τόσο λαμπρή η τελετή;
Κι οι καλεσμένοι δεν μπορούν να περιμένουν;
Μια υπηρέτρια θα έδινε χαρά
Το πρώτο πιάτο να τους φέρει που προσμένουν.

Μα … Ήρθε η νύχτα και ξημέρωσε η αυγή
Πέσαν σοβάδες και το μάρμαρο θαμπώνει
Μια ανεμώνη, ξεχασμένη, ντροπαλή
Χειμώνα βρίσκει για γαλήνη και πεισμώνει.

Περνάει καιρός κι ήρθε το σύθαμπο βαρύ
Μίσος ανθρώπου ή της φύσης το ορίζει;
Πάει να πέσει σε αδάμαστο κενό
Και το τραγούδι της σιωπής το νανουρίζει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΧΑΘΗΚΑΜΕ, ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΟΝΟΣ ...

Χαθήκαμε, καθένας μόνος …
Βουτιά στο χάος έδωσε
Ψηλός, ευθυτενής, και ήταν σαν να έλεγε
΄΄Θεός δεν είν’ κανείς΄΄.

Αχός, σιγμός της θάλασσας
Τα κύματα πηδούσαν
Στα βράχια πάνω έσπαζαν
Βροχόπουλα απορούσαν.

Και το σακάκι κούμπωσε
Μανίκια γυρισμένα
Το χέρι του σαν βράχηκε
Τον τύλιξε μια τρέλα.

Ε, και λοιπόν;
Σαν πνίγονται οι άνθρωποι
στα βάθη της θαλάσσης
Της θύελλας η αγκαλιά
Νερό είναι και πάθη.

Ανάβει μπρος την πίπα του
Και νάτο! Πρίμα φτάνει!
Γελοίο τού εφάνηκε
Πεινώντας, να γελάει …

΄΄Όμως, εγώ σε θάλασσα πιο άγρια παλεύω΄΄ …
Μα, τι συνέβη ξαφνικά;
Παράξενα πώς χάθηκε
Σε λήθαργο πιο ξένο …

Ορκίστηκε ν’ αντισταθεί
Βαριά η τυραννία!
Μισοθαμμένη στη σιωπή
Μια πύρινη οπτασία

Φλόγες χαράκωσαν μεμιάς
Τον άγονο τον βράχο
Θαμπωτικός κι αγέρωχος
Φτερούγισε ο γλάρος.

Και το νησί πλατάγισε
Σαν έλασμα αφημένο
Τα κιάλια του το είδανε
Σκυφτό και ζαρωμένο.

Μια άβυσσος βαθύτερη
Η βάρκα παραδέρνει
Την πούντα καβατζάρανε
Και μοιάζουνε χαμένοι …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΕ ΠΡΟΣΠΕΡΝΟΥΣΑ

Σε προσπερνούσα

Και δεν μιλούσα

Στο παρελθόν ήσουν σιωπή

Και στο παρόν μια ενοχή

Που λησμονούσα



Σε προσπερνούσα

Και σ’ αγαπούσα

Στα λόγια, τα βεγγαλικά

Στης νύχτας, τ’ άδεια μυστικά

Ακροβατούσα και δειλά

σε προσκυνούσα



Στην περασμένη μου ζωή

Πόσο με πλήγωσες εσύ

Σε καρτερούσα

Και δεν μπορούσα

Να κρύψω πόρτες φανερές

Που ανοιγοκλείνουνε ψυχές

Στο παρά πέντε των στιγμών …

Αδιαφορούσα



Αλαφιασμένη μου καρδιά

Δώσε παράσταση παλιά,

Βαρυπενθούσα

Πώς σ’ αγαπούσα

Κι άσε στου χρόνου το σταυρό

Να καρφωθεί ένα ριζικό

Που μ’ ό,τι έχει ιερό

Το πολεμούσα



Σ’ αναζητούσα

Κι αγκομαχούσα

Να τρέξω μάταιες εποχές

Που από τις τέσσερις φορές,

Τις τρεις πονούσα



Αχ, πώς μισούσα

Να κάνω, πάντα, μια ευχή

Λες και θα ήταν αρκετή

Να σταματήσει τη ζωή

Που προσπερνούσα


Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΑΛΕΨΕΣ, ΠΑΛΕΨΑ

Μέσα μου σκόρπησες σε χίλιους ανέμους
Κάθε κομμάτι σου σε χρόνιους πολέμους
Αντίλαλο άφησες. Αχός του θανάτου
Τη μάχη σαν κέρδισες, λυγμός αθανάτου

Πάλεψες, πάλεψα
Τις σκιές πλάνεψα
Και ο παλμός που μεσ’ τις φλέβες μας αντήχησε
στο σ’ αγαπώ πήρε ζωή κι αυτός με νίκησε

Μέσα μου κύλησες σε χίλια ποτάμια
Κάθε αντίκρισμα, πανούργα πλοκάμια
Αντίλαλο άφησες. Αχός του πολέμου
Μια μέρα, ας έφτανα στη γη του ανέμου

Πάλεψες, πάλεψα
Με γητειές, σάλεψα
Κι όταν, η δύση, στον ορίζοντα, λαμπάδιασε
Στο λυτρωμό, πήρε ψυχή και με αντάμωσε.


Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΓΑΠΗ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ

Τ’ αστέρια που τα είδαμε τη νύχτα μας
Εκείνη η νυχτιά, πώς με πλακώνει
Ας έρχονταν, ας χάνονταν, μα ας έμενε
Μια νύχτα έτσι απλά δεν μετανιώνει

Η αγάπη σκοντάφτει
Μένει μόνη και ψάχνει
Στα ρυάκια, στις θάλασσες μπαίνει
Δεν μπορείς, δεν μπορώ να πετώ στο κενό
Και αυτή, σαν μια ζάλη, να φεύγει

Τα λάθη που διαγράψαμε τη νύχτα μας
Τη νύχτα που τα χείλη δεν ψελλίζουν
Ας έρχονταν, ας χάνονταν, μα ας έμενε
Τα λόγια, σαν φωτιά, σε βασανίζουν

Η αγάπη σκοντάφτει
Μένει μόνη και φτιάχνει
Ψευδαισθήσεις και άδικα πλάνα
Δεν μπορείς, δεν μπορώ να μετρώ τον καιρό
Και να μένω τις νύχτες πιο άδεια.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΕΣΜΟΥ ΚΑΤΙ ΤΩΝ ΘΝΗΤΩΝ ...

Στην αστείρευτη πηγή
Στο πιο λαγαρό νερό
Στην αγιάτρευτη πληγή
Στον γαλάζιο ωκεανό

Πέσμου, μοναχά, αυτό
που το όριο μπορεί
την υπέρβαση να κάνει
και μετέωρο να βρεθεί

Πέσμου, μοναχά, τρελά
λόγια ασύλληπτα πολλά
που κραυγές των στεναγμών
θα ξοφλήσουν των θεών
Των θεών τα παρελθόν

Στην αμίλητη στιγμή
Στο αδιάβλητο παρόν
Στο παιχνίδι των καιρών
Στην ισχύ των εαυτών

Πέσμου, μοναχά, γιατί
θα ξυπνήσω ένα πρωί
και μια ξένοιαστη εφηβεία
το μηδέν θα τραγουδάει
και, απείρως, θ’ αλυχτάει

Πέσμου, ίσως, μόνο αυτό
που δεν είναι φαντασία
μα ούτε και πραγματικό
Μέσ’ τις θάλασσες ελπίζει
και λιμάνι αντικρίζει

Πέσμου κάτι των θνητών …

Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ...

… Γιατί αυτή είναι η αλήθεια της ψυχής
Θα μου το πεις …
Για τον εαυτό μας που, σαν ψάρι, ζει σε θάλασσες βαθιές
Και πάει κι έρχεται σε πράγματα απροσδιόριστα και ξένα
Ελισσόμενη ανάμεσα στους μίσχους των φυκιών
Τεραστίων και αδηφάγων των ετών …
Σ’ εκείνα πάνω τα σημεία των καιρών
Όπου οι αχτίδες του ηλίου τρεμοφέγγουν …
Και μετά; …

Πάλι σκοτεινιά
Στο κρύο … Στα βαθιά …
Σε μέρη ανεξιχνίαστα και σκάρτα …
Και ξαφνικά!
Στην επιφάνεια τινάζεται και παίζει με τα κύματα
Στου ανέμου τις ρυτίδες καβατζάρει
Έχει μια ανάγκη, τώρα, πιο σαφή … Κι από το χθες …
Να βουρτσιστεί και να τριφτεί
Να ζεσταθεί και να σταθεί
Κι αν τη ρωτήσεις, ποιος να είναι ο σκοπός της;
Θα σου πει …

Το μεσημέρι, το ζεστό
Της μοναξιάς
Μην νιώσεις πόνο πιο πολύ
κι απ’ το λυκόφως …

ΠΝΟΗ ΑΝΕΜΟΥ

Πνοή ανέμου κι έσπρωξε
Μαύρο, λεπτό το πέπλο
Πάνω απ’ τον ήλιο, τον λαμπρό
Και πάνω απ’ τα κεφάλια

Τα πρόσωπα ξεθώριασαν και χάθηκε η λάμψη
Όμως, τα σύννεφα λευκό το χρώμα τους, πώς έχουν!
Τα θραύσματά τους τα σκληρά, θαρρείς θα πελεκίσεις!

Στις χρυσαφένιες τους πλαγιές
Στα ξέφωτα του γκρίζου
Εκεί οι θεοί σαν κατοικούν, πάνω απ’ τον κόσμο όλο
Αέναες οι κινήσεις τους, σινιάλα ανταλλάσσουν

Πότε μικραίνει μια κορφή και πότε ένα κομμάτι!
Μοιάζουν ακίνητα πολύ. Ποθούν ν’ αναπαυτούνε
Στη χρυσοκόκκινη τη κλίνη τους, μαζί να διαλυθούνε
Πηγαίνουν κι έρχονται ψηλά στην άτονη τη μέρα …

Μα … Σοβαρή η συνάθροιση …
Μεγάλη η ευρωστία …
Φανέρωσε τα μυστικά και τα φτερά ανεμίζει!
Κουνάει τους βόστρυχους εδώ κι, εκεί, έναν μανδύα!

Δεν τον φοβάσαι, πια, τον νου!
Φωνάζει η καρδιά σου
Μέσα στις χούφτες ξαναζούν
Ο Σαίξπηρ κι η χαρά σου …

Ελένη Σεμερτζίδου


ΚΑΙ, ΝΑΙ, ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ...

Και, ναι, στην τρέλα των πολλών
οι λίγοι ανταπαντούνε
πως είν’ ο ήλιος τ’ ουρανού
το χέρι αδάμαστου θνητού
για όσα προσδοκούνε

Και, ναι, στην τρέλα των πολλών
οι λίγοι καρτεράνε
πως είν΄ το πείσμα του αγνού
η καλημέρα του Θεού
που θα ‘ρθει, κι ας πονάνε

Και, ναι, στην τρέλα των πολλών
οι λίγοι αναπολούνε
πως είν’ το πέταγμα πουλιού
η μοίρα πλούσιου και φτωχού
μαζί σαν πολεμούνε

Και, ναι, στην τρέλα των πολλών
οι λίγοι δεν ξεχνούνε
πως η συγγνώμη και ο καιρός
δεν είν’ στο χέρι κανενός
γι’ αυτό και αγαπούνε.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ...

Σε απροσδόκητη, της νύχτας, προσταγή
Σμίξαν οι δρόμοι, που το χθες είχε χωρίσει
Έξω απ’ το σώμα, σαν ξεπήδησε η ψυχή
Χωρίς, πια, όρια, τ’ αδιάβατο ν’ αγγίξει

Αυτά που χάθηκαν … Και ήρθαν … Και θα ‘ρθούν …
Μια αποκάλυψη που μάτια τη θωρούνε
Και σε σιωπή που και τα χείλη αντηχούν
Χλωμή η φύση και τ’ αστέρια απειλούνε

Σε ανυπότακτη του κόσμου απαντοχή
Αυτά που χάθηκαν … Αγέρι .. Να! Τα φέρνει!
Λάμπουν αχνά μέσ’ την τρεμάμενη αυγή
Και στο αγκάλιασμα … Η δύση τα γλυκαίνει.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΝΑΣΤΗΣΕ Τ' ΑΠΟΒΡΑΔΟ

Στο χέρι κλείσε τη δροσιά
Βροχής, το μοιρολόι
Τον ήλιο, ταίρι κάνε μου
βοριάς να μην με τρώει

Στη μέρα δώσε μιαν ευχή
Για μάνα να περνιέται
Και στου ανέμου την οργή
κλαδί και να λυγιέται

Στο ψέλλισμα του ποταμού
τ’ αγρίμια να μερώσουν
Και στη φωτιά του μαχητή
βιολέτες να φυτρώσουν

Σελήνη, παντοδύναμη!
Στη θάλασσα, βυθίσου
Ανάστησε τ’ απόβραδο
και πάρε με μαζί σου.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΒΟΤΣΑΛΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Θάλασσα απόμακρη, του πλάνητα μαγεία
Κύματα αδιόρατα, κατάρτια από πλοία
Άμοιρη η ακρογιαλιά, τ’ αστέρι τη φωτίζει
Βότσαλα της μοναξιάς, ο φλοίσβος νανουρίζει

Φύκια κι αλμυρή σκιά, η θλίψη αντιφεγγίζει
Γλάροι άνοιξαν φτερά και τ’ όνειρο δακρύζει
Κοίτα, τώρα, μακριά, τα σύννεφα θαμπώνουν
Βότσαλα της μοναξιάς, μετράς και σε πληγώνουν

Μάγισσα, εσύ, σεμνή, ακούω τη φωνή σου
Είδα τούτη τη νυχτιά, το μπρούτζινο κορμί σου
Έβαλες στην τσέπη μου, ένα βότσαλο από κείνα
Να ‘χω απ’ όλα συντροφιά, στο πένθος και το κρίμα.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΒΡΟΧΗ

Βροχή … Βροχή
Στους δρόμους, τις πλατείες, τα σοκάκια
Βροχή, πάνω στις πέτρες
που τις μαύρισε ο ήλιος κι ο χιονιάς

Βροχή … Και πέφτει,
όπως τα λόγια τα στερνά
Αυτά που πνίγονται
στου χρόνου τους το βάθος

Βροχή … Και τις στεγνές καρδιές,
πώς τις δροσίζεις!
Τις μαραμένες απ’ την πίκρα του φιλιού,
πώς κυβερνάς!
Και το κορμί, που με τις στάλες σου,
για δες! Πώς του μιλάς!
Στην παραζάλη εποχών το ξαναρίχνεις

Βροχή … Βροχή
Μην σταματάς να πέφτεις, πάντα, ρυθμικά
Όλες τις τύψεις των μικρών,
να συμπονάς!

Βροχή … Κι αν όλα βράχηκαν
και μοιάζουν, πια, βουβά
Από τον χτύπο σου,
εσύ να τ’ αναστήσεις!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΑ, ΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΑ ΤΟ ΧΑΣΟΥΜΕ ΕΔΩ;

Μ’ ένα φτερό … Μ’ ένα γαλάζιο, τόσο δα, μικρό φτερό …

Πετάει … Γλιστράει … Διασχίζει τους αιθέρες …

Τραβάει τον νου, τον παρασέρνει στον χαμό

Κι, ευθύς, σε λίγο, του χαρίζει μενεξέδες



Μα, τι υπάρχει να το χάσουμε εδώ;

Τι να ‘ναι αυτό που μας κρατάει στα συντρίμμια;

Τα πόδια θέλουνε ν’ αγγίξουν το κενό

Και ξαναπέφτουν, με συμπόνια, στη συνήθεια



Άκαρπα! Άκαρπα! Το θαύμα μετεωρίζει!

Ανομολόγητα τυχαία, πώς περνάει ο καιρός!

Η μοναξιά, αντί για νύχτα, ένα φεγγάρι σού χαρίζει

Η δυστυχία, δυο σκιές βάζει στον ήλιο, αντί για φως.



Ελένη Σεμερτζίδου

Ο ΠΙΟ ΠΙΚΡΟΣ Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ

Πώς να ‘ναι αυτός ο πιο πικρός o στεναγμός;
Την ανεμόσκαλα του πόνου ανεβαίνει
Τα χέρια υψώνει και στα χείλη ένας λυγμός
Χωρίς πυξίδα κι έναν φάρο, παραδέρνει

Πώς να ‘ναι αυτός ο πιο πικρός ο στεναγμός;
Όσα κερδίσει, πάλι γρήγορα τα χάνει
Αχός της άνοιξης, φθινόπωρο εμπρός
Κι η χειμωνιά, στην ερημιά, τον ανταμώνει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ

Δεν είναι κάτι που το ξέρεις
Μπορεί να δόθηκε με φως
Μπορεί να νόμισες πως είδες
Ό,τι σου φάνταζε αλλιώς

Δεν είναι κάτι που το ξέρεις
Μην δείχνεις τόση σιγουριά
Πώς φανερώθηκε τη μέρα!
Τη νύχτα κρύφτηκε ξανά!

Δεν είναι κάτι που το ξέρεις
Τ’ αναζητάς εκεί που πας
Ψάχνεις κι ολόγυρα το στήνεις
Το παραβλέπεις, το περνάς

Δεν είναι κάτι που το ξέρεις
Και στη συνείδηση … Θολό!
Μάλλον στο αίμα σου κυλάει …
Τόσο θηρίο … Όσο θεριό!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΙΟΡΤΗ

Φωνές! Φωνές! Παντού φωνές!
Δώρα κατέκλυσαν τον κήπο και τους πάγκους
Μπήκαν, απ’ ώρα, στις αέναες πνοές
Πουλιά τινάχτηκαν, με φόρα, από τους θάμνους

Στις μπαλκονόπορτες, πολύχρωμες κουρτίνες ανεμίζουν
Λυγάει ο άνεμος τα δέντρα, κι αυτά σήμαντρα θυμίζουν
Ήχους, αντίλαλους, ψαλμούς … Το δάσος γέμισε περβόλια
Σε μονοπάτια ξεχασμένα από το χθες
Τα πόδια σκάλισαν, με πείσμα, όλα τα χρόνια

Φωνές! Φωνές! Παντού φωνές!
Παιδιά ατίθασα, τραγούδια πώς σφυρίζουν!
Κερνάει κρασί ο οινοχόος της καρδιάς
Κι αυτή προτρέπει τα ποτήρια να τσουγκρίσουν

Ευχές! Ευχές! Παντού ευχές!
Τα χέρια ενώθηκαν και μια ψυχή γινήκαν
Τα πόδια έδωσαν το βήμα του χορού
Και, στη γιορτή, όλα τα μίση ξεχαστήκαν.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ

Στο σπίτι μας, τις σκάλες
που ανέβαινες εσύ
Με γρήγορο το βήμα
και οι ώμοι σου σκυφτοί

Στο σπίτι μας, οι μέρες
οι αργίες, οι γιορτές
Το χρώμα το δικό σου
παίρναν, πάντοτε, κι αυτές

Στο σπίτι μας, τις νύχτες
στης φωτιάς τη θαλπωρή
Τα μάτια σου σφαλίζαν
οι ανέμελοι καημοί

Στο σπίτι μας, τις ώρες
της ατέλειωτης σιωπής
Στα χέρια μου γερνούσες
μ’ ένα γέλιο της στιγμής

Στο σπίτι μας, φωνές
αψιμαχίες και οργή
Μαλώναμε γι’ αστείο
Και μετά κι οι δυο μαζί

Στο σπίτι σου … Σαν μπαίνω
ψάχνω σ’ όλα να σε βρω …
Εσένα ανασαίνω
από τον παλιό καιρό

Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ

Σε κάποιο άντρο σκοτεινό, στεριάς απάτητης
ή δάσους ανεμόδαρτου, να πάμε να κρυφτούμε;
Απ’ άστρο σ’ άστρο τ’ ουρανού, μη θες να ξεχαστούμε;
Για στο λαβύρινθο σελήνης γκριζωπής,
να γνωριστούμε;

Από αμπέλι θαλερό, τις ρόγες σταφυλιού
στα χείλη να γευτούμε;
Και μύρια ξέφωτα σκιών
χρυσών και άλλων εποχών
τον έρωτα να βρούμε;

Στο πρασινόθαμπο νερό, με νούφαρα διάστικτο
μιας λίμνης, να λουστούμε;
Ή μέσ’ τα ρείκια τα μαβιά
λυπητερό τραγούδι ενός πουλιού
στ’ αυτιά μας να χαρούμε;

Εσέ ρωτώ κι εγώ απαντώ
μονάχη τριγυρνώντας
Βλέπω πεδιάδες μακριά
και μία θάλασσα πλατιά
Μ’ ανέμους, πολεμώντας

Ίσως … Ίσως, λοιπόν, εκεί που πας …
Γλυκιά μου αγάπη, να ρωτάς
κι εσύ, καρδιοχτυπώντας.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΠΟΙΟΣ ...

Όποιος στους μύθους τους χλωμούς,
το χάος ατενίζει
Πατάει πάνω σε βωμούς
Μονάχος φτερουγίζει

Όποιος στον άνθρωπο που, ευθύς,
σε δρόμο συναντήσει
Το βλέμμα στρέψει στην καρδιά,
καρφί θα τον τρυπήσει

Όποιος με ίσκιο περπατεί
Και σ’ ήλιο αντιμιλάει
Θεούς και δαίμονες μαζί,
στο στήθος του φυλάει

Όποιος τη χάσει τη γραμμή
Κι αλλάξει τη πορεία
Δώσ’ του να έχει στο σακί
Χρυσό και απειρία.

Ελένη Σεμερτζίδου





ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ

Πού πας μ’ αυτή τη τσάντα σου, διαβάτη βιαστικέ;
Άνθρωπε που το χαμόγελό σου, το ‘κρυψε η αποβάθρα
Κι η ανάσα σου, κι αυτή
Πόσο κοφτή έχει γίνει;
Σε ποιο βαγόνι, κρυφά, θα την αφήσεις;
Για να σου πει τα μυστικά, που χρόνια την τυλίγουν;

Διαβάτη,
πόσο θα ‘θελα ένα λόγο σου να μου χαρίσεις
Και τη στερνή φορά που τη ματιά σου επάνω μου θα στρέψεις …
Σκέψου ότι κι εγώ ένας διαβάτης ήμουν στη ζωή σου
Τη ζωή, που βιαστικά την προσπερνάς, όπως και μένα

Σύντροφέ μου
Ποιος, τάχα, να ‘πε ψέματα πως είμαστε δυο ξένοι;
Σ’ ένα σταθμό σε έχω δει. Δεν ξέρω σε ποιο να ‘ταν
Η μνήμη μου σαν θόλωσε στο βήμα σου …
Στο βήμα σου που πίσω του μ’ αφήνει …
Αλλά κι αυτά τα πόδια τα γοργά, που κει θε να σε πάνε …
Εκεί όπου τα χέρια μου, ποτέ δεν θα σε φτάσουν

Διαβάτη μου, καλέ
Δεν είναι τίποτα πιο όμορφο απ’ όσα βλέπω μέσ’ τα μάτια σου
Τον ερχομό … Τον ερχομό σου στο δικό μου πηγαιμό
Και … Στης καρδιάς τον γυρισμό …

Διαβάτη,
μην ξεχάσεις το όνομά σου να μου πεις … και ένα σου αντίο …
Γιατί διαβάτης ήμουνα κι εγώ, όπως κι εσύ, σε τούτο το σταθμό

Διαβάτης, στη ζωή σου …

Ελένη Σεμερτζίδου



ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝΕ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ!

Μας λείπουνε οι λέξεις! Μας λείπουνε οι λέξεις!
Πίσω απ’ τα μάτια. Όχι στα χείλη.
Αυτό είν’ όλο.
Μα, τι είναι πιο ανώτερο σε τούτη τη ζωή;
Να ζει κανείς ή να μη ζει;
Ιδού η απορία.

Και … Σκέψεις δίχως λέξεις; …
Μη μου πεις! Αυτό με ξεπερνάει!
Σαν στον ορίζοντα σβηστείς και, σφόδρα, λησμονήσεις …
Εκείνα που δεν έμαθες ανάμεσα στα φύλλα …

Ιδού η απόδειξη, η τρανή! Τον άσσο, πριν τραβήξεις!
Ο φθόνος … Η φθορά … Κι η φασαρία …
Μας λείπουνε οι λέξεις! Μας λείπουνε οι λέξεις!

Τη γόπα του τσιγάρου σου, σε τάφο να τη θάψεις
Κλωστή … Κλωστή … Αόρατη κλωστή …
Ο ήλιος ανατέλλει …
Κοίταξε, πριν σε καταπιεί …
Προτού κι εκείνος … λιώσει …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝΕ ΚΡΙΤΕΣ

Γιατί να γίνουνε κριτές ο ένας του αλλουνού;
Ξέρουνε, δα, τόσο καλά τον Λόγο του Θεού;
Όχι, πια, τώρα! Όχι εδώ!
Τινάζονται γενναία …
Ήχοι και γέλια φτάνουνε και χάνονται λαθραία …

Τα ρούχα τους αλλάζουνε να γίνουν θεατρίνοι!
Παράσταση να δώσουνε στους θάμνους του Απρίλη!
Τραγούδι, γλέντι και χορός … Και έπειτα …
Το δέρμα! Γίνεται, πάντα, πιο χλωμό
σαν ντύνεται το γέρμα …

Είμαστε εμείς πικρό κοινό και μένουμε στις θέσεις!
Στον βράχο επάνω θεατές, υψώθηκαν οι λέξεις
Γυρίζει ανάποδα αχνό και σκύβει το φεγγάρι
Η σκόνη απ’ τον κουρνιαχτό, ο ζόφος, το σκοτάδι …

Μα, πλάκα που έχει τελικά!
Σαν πιάσει η πένα ρίμα!
Δες την, ξεπρόβαλε η αυγή!
Και γράφτηκε το ποίημα!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΜΕ ΡΟΔΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ

Με ρόδα στα όνειρά της
Στην εξοχή διαλέγει
Στεφάνι στα μαλλιά της
Και εκεί περιδιαβαίνει

Τικ τακ, τικ τακ …
Ο χρόνος χαράζει αυλακιές
Το σπίτι στο δρομάκι
Το ‘πνίξαν οι σιωπές

Λιχνίζουν το σιτάρι
Και τ’ όμορφο τραγούδι
Τη νύχτα και τη μέρα
Φυτρώνει ένα λουλούδι

Φιλήσαν το κορίτσι
Και τ’ άφησαν να φύγει
Μ’ υφάσματα το ‘ντύσαν
Και χνώτα από λιοπύρι

Το μέλλον δεν αντέχει
Στο παρελθόν γυρίζει
Ξεπρόβαλε ωραίο
Στη ζέστη και τη ζήση.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΦΕΝΤΡΑ ΚΑΡΑΒΙΩΝ

Αφέντρα καραβιών
Ανδρών γενειοφόρων
Δικό σου το λιμάνι
Στη χώρα των αιόλων

Η τσίχλα κελαηδάει
Στο πράσινο το δάσος
Σε κάστρα και παλάτια
Αντήχησε το πάθος

Αδειάζουν πορτοκάλια
Διαμάντια και χρυσό
Κάτω στην αποβάθρα
Γεννιέται ένα μωρό

Πολεμιστή Γενναίε
Κι εσύ, Ερωδιέ
Για μένα, ναι! Κυλάει
Το δάκρυ σου, Αετέ.

Ελένη Σεμερτζίδου

Σ' ΕΣΑΣ, ΑΦΕΝΤΕΣ ΜΟΥ, ΚΑΛΟΙ

Από το μπερδεμένο νήμα στης ζωής τη ρόκα
Ξεμπλέξτε το, με χέρια και καρδιές, όπως και πρώτα
Φωνάξτε τρυποκάρυδο, στον φράχτη να φωλιάσει
Και πέταλα από ρόδα, το χορτάρι να σκεπάσει

Η αδυναμία, τώρα, ας κρυφτεί κι ας λησμονήσει
Με τρία συναισθήματα, τον κόσμο να τον ντύσει
Αγάπη, Μίσος και Γαλήνη, διώξαν τον ήλιο, τον ζηλιάρη
Και, να, το πέπλο της νυχτιάς, τον ουρανό τον σεκοντάρει

Να ρίξουν όλοι οι ουρανοί, την ευλογία που τους πρέπει!
Με μουσική και με χορό, να ξαναζήσουνε τα έπη!
Πόδια και χέρια να ενωθούν, τον σκυθρωπό ν’ αναγεννήσουν!
Ν’ αναπαυτούν απ’ τον καημό και, με κρασί, να τον μεθύσουν!

Σ’ εσάς, αφέντες μου, καλοί
Κοιτάξτε! Έφτασε η μέρα!
Η αύρα έφερε σιγή … Πήρε το μήνυμα του αγέρα …
Όλοι γινήκαμε παιδιά κι ο χρόνος ξέρει να φροντίζει
Όταν μαράνει τον ανθό, με νέα αυγή θα τον ανθίσει.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΟΙ

Είμαστε διασκορπισμένοι

Ελεύθερα και τολμηρά

Χωρίς καν να φοβόμαστε κανέναν

Η μουσική, για δες! Το τραγουδάει σιγανά

Είμαστε διασκορπισμένοι

Στενάζει ρυθμικά

Είμαστε διασκορπισμένοι

Θρηνεί πάνω σε πόδια που διασχίζουν το χορτάρι

Είμαστε διασκορπισμένοι



Η πράξη πια τελείωσε

Το ίδιο κι η σκηνή

Ενάντια στη μοίρα προχωρούνε οπλισμένοι

Περήφανο που δείχνει το κοινό και η στιγμή!

Είμαστε διασκορπισμένοι

Φτιαγμένο με κουκίδες φωτεινές και σκιερές

Μισοντυμένο με τα χρώματα της φύσης

Είμαστε διασκορπισμένοι

Χοροπηδούνε και τινάζονται

Λικνίζονται τα χέρια

Μαζί σαν ενωθούνε, βγάζουν κείνα τις φωτιές!



Όμως … Ανάθεμά τους! Να τους πάρει η οργή!

Ποιανού το χειροκρότημα να σήμανε το τέλος;

Είμαστε διασκορπισμένοι

Στο διάβολο! Θα έρθει και το διάλειμμα να σβήσει τη γιορτή!

Είμαστε διασκορπισμένοι

Καθένας αναδεύεται στο άδειο του σκαμνί

Είμαστε διασκορπισμένοι

Μια σύγκρουση να ήταν; Συνονθύλευμα; Σαγήνη;

Είμαστε διασκορπισμένοι

Και τότε … Απ’ τους ήρωες, ο άκρα σκυθρωπός

Με νόημα το μάτι του το κλείνει, πριν να φύγει.



Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΦΥΓΩ

Το άλογο που ζήτησε, το πήρε. Έτσι λένε
Σ’ ένα πηγάδι σκοτεινό και χείλια που όλο καίνε
Αφήστε με να φύγω … Αφήστε με να φύγω …
Από τα πρόσωπα θνητών, με μάτια πορσελάνης

Καρφίτσα κι όνειρα θαμπά, και ρίχνεται μονάχη …
Να την καλύψει το νερό! φωνάζουνε τα βάθη
Σ’ αυτό θα πέφτει το ξερό το φύλλο στο νερό του
Δεν θα με νοιάζει η καρυδιά, το κλάμα των παιδιών του
Κιτρινωπός δεν θα βουτά ο γλάρος, ο θλιμμένος
Δεν θα λυγάει τη καρδιά, σαν πάσχει ο πονεμένος

Αυτά είπε κι έγινε κι αυτή, τραγούδι του καιρού της
Καρίνθια την είπανε, τη μέρα του χαμού της
Μα, αν την φωνάξεις στοργικά και την παρακαλέσεις
Απ’ το πηγάδι θα φανεί, για να ‘ρθεις να την κλέψεις

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΓΑΠΗΣ ΦΩΣ

Ακούστε! Ακούστε πέρα μακριά!
Γιατί όλα χορεύουν!
Κάνουν δυο βήματα εμπρός
Κι ο Μάης, πάντα, χαρωπός
Τον θάνατο πομπεύουν

Ακούστε! Ακούστε κείνα τα σκυλιά!
Τη νύχτα πώς γαβγίζουν!
Ήρθε το πένθος του χιονιά
Στην αποβάθρα του νοτιά
Αστέρια λαμπυρίζουν

Ακούστε! Ακούστε λίγο το μικρό πουλάκι!
Πώς σφυρίζει!
Χοροπηδάει μοναχό
Γύρω απ’ ολάνθιστο ανθό
Και τη φωλιά του χτίζει

Ακούστε! Ακούστε αντάρτη ερωδιό!
Γλυκά πώς κελαηδάει!
Κι η τσίχλα η μελωδική
Στο γέλιο του πολεμιστή
Τη χάρη της σκορπάει

Αγάπης φως, τόσο ψηλά!
Το δάσος με τους κέδρους!
Πετροχελίδονα πετούν
Και στον περήφανο μιλούν
Για όλους τους ωραίους!

Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΛΟΓΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ!

Σκαλίζοντας και σκάβοντας
Χειμώνα Καλοκαίρι
Οργώνοντας και σπέρνοντας
Περνά ο καιρός στα μέρη

Στέκει ο χρόνος παρά κει
Και μοιάζει θαμπωμένος
Μ’ ένα δρεπάνι καταγής
Πώς είναι θρονιασμένος!

Μα! Η Άνοιξη εφάνηκε!
Ξεπρόβαλε η αυγή!
Χαρά! Για δες! Ξεπήδησε!
Από κρυφή πηγή!

Αφήνει πίσω τις νυχτιές
Και καταφθάνει ο ήλιος!
Γαλάζιος και αγριωπός
Της θάλασσας ο φίλος

Ειρήνη απλώθηκε παντού
Κι η φύση οργιάζει
Στην προσταγή της, την κοφτή
Πολεμιστής διστάζει

Αρματωμένος δεν μπορεί
Και τ’ όπλα του πετάει
Καπνός ανίερου βωμού
Τον Ζέφυρο ξυπνάει

Κι ο αγριωπός που ιδροκοπά
Σε μακρινά ορυχεία
Απ’ την απρόθυμη τη γη
Ξεθάβει τη μαγεία

Ας δώσουν στο έργο μια πλοκή!
Βοσκόπουλα κι αφέντες!
Να ξεδιπλώσει η μουσική!
Τα χέρια και τις Τέχνες!

Ανέγγιχτος ο θησαυρός
Ζωγραφισμένο αγγείο
Ο αμέριμνος και ο φτωχός
Δεν τρέμουνε στο κρύο

Να ξεχυθούν οι προσφορές!
Της Αμαλθείας το κέρας!
Η Λογική κυριαρχεί!
Στο σκήπτρο Πανωραίας!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΛΩ ...

Όπου υπάρχει θέλω
Υπάρχει και μπορώ
Του Έρωτα τα βέλη
Σε βρίσκουν στο πλευρό

Γυρίζει το κεφάλι
Και στάζει ο θυμός
Τα νάζια του σε κάνουν
Ν’ ανάβεις σαν τρελός

Κι αν, άμοιρε, περάσεις στην άλλη την πλευρά
Εκεί, στη μεσημβρία, που δύουν τα μυαλά
Πάρε, τότε, βαρέλι με πίσσα φλογερή
Και δέσου σ’ έναν θάμνο, μ’ αγκάθια και ντροπή

Τα κόλπα του μωραίνουν το σώμα και τον νου
Το δίδαγμα του έργου, το είδαμε κι αλλού
Της βούλησης τον δρόμο, εμπρός σου θα τον βρεις
Όπου υπάρχει θέλω, υπάρχεις και μπορείς

Κι εγώ που χαιρετάω, μ’ υπόκλιση βαθιά
Διασχίζω τη σκηνή μου, με ρούχα αστραφτερά
Ξαπλώστε στο χορτάρι και λύστε τα σκοινιά!
Σαν σκάσει το ρημάδι, πετιέται η καρδιά!

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΣ ΤΡΓΟΥΔΙΣΟΥΜΕ

Μια σκέψη το μυαλό το βασανίζει!
Το τριβελίζει! Το κατατρώει! Το τυραννά!
Φτάνει στα μύχια της καρδιάς
Μια δίνη κι ένας στρόβιλος
σηκώνει τα πανιά!

Τραγούδι ας τραγουδίσουμε
που να μιλά γι’ αγάπη
΄΄Θα ήμουν πεταλούδα, αν ζούσα μέσα στην απάτη΄΄
Τι κουταμάρες είν’ αυτές!
Αρχίστε, πάλι, απ’ την αρχή, να δώσετε το μέτρο!
Ένα σκοπό που ν’ αντηχεί, ό,τι φοράει κανείς στο πέτο!

΄΄Ποτέ μου δεν αγάπησα μια όμορφη γαζέλα΄΄
Υπάκουα, στο ντουέτο μας, καλούμε όλα τ’ αστέρια
Το ρόδο του καλοκαιριού μαράθηκε απόψε
Ντυμένο με αγιόκλημα, το παρελθόν μας κόψε.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΑΥΤΗ Η ΦΩΝΗ

Σαν υδράργυρος που γλιστρά
Ρινίσματα μαγνητισμένα
Οι διασπασμένοι ενώθηκαν
Στο τώρα και το ψέμα

Η πρώτη νότα σήμανε
Η δεύτερη πως θα ‘ρθει
Μια δύναμη γεννήθηκε
Στου πέλαγου τα βάθη

Από διάφορες πλευρές
Εμείς να προχωράμε
Κάποιοι τα άνθη να μαζεύουνε
Και κάποιοι, τα σκορπάνε

Στο νόημα βυθιστήκαμε
Στην ύλη του κενού μας
Το χάος αντικρίσαμε
Στο μέτρο του χαμού μας

Κι οι στολισμένοι αυτής της γης
Πολεμιστές που πολεμούνε χωριστά
Χαλάρωσαν τα δάχτυλα απ’ τα πάθη
Ξεσταύρωσαν τα πόδια του φονιά

Από τα τέσσερα, του ορίζοντα, σημεία
Ο ήχος, το απροστάτευτο γυμνό να συναντά
Φρικτά τα ρήγματα κατέρρευσαν μεμιάς
Και το γαλάζιο, μιαν αυγή να καρτερά

Αυτή η φωνή! Αυτή η φωνή!
Να ήταν, σάμπως, του εαυτού μας;
Εν είδει ρίμας, σ’ έναν τόνο πιο υψηλό
Από τα θραύσματα του τοίχου και του νου μας.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΟΣΟ ΤΟ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΑΞΙΖΩ

Σαν περπατούν, φορούν ασήμι
Και τα πόδια τους τη γη δεν την πατούν
Μα, εγώ, πιο μόνη, έξω απ’ τον κόσμο
Περηφάνια που πονά
Πόσο το θέλω να σου αξίζω

Μη με κοιτάς … Μη με κοιτάς …
Σκληρό το φως της χαραυγής … Μην το θωρείς
Μα, αν μπορούσα, σαν ευχή, να σκορπιστώ μεσ’ τον καιρό
Πόσο το θέλω να σου αξίζω

Να γίνω άγγελος
Φτωχά τα χέρια, ν’ ανταλλάξω με φτερά
Κι αντί φωνή, να σου χαρίσω τη γλυκιά τη σιγαλιά
Πόσο το θέλω να σου αξίζω

Μη με κοιτάς … Μη με κοιτάς …
Σκληρό το φως της χαραυγής … Μην το θωρείς
Στα δυο σου μάτια, από το φως μου να σου δίνω για να δεις
Πόσο το θέλω να σου αξίζω

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ!

Εμείς οι ίδιοι! Εμείς οι ίδιοι!

Βγήκαν με άλματα, τινάγματα, πηδήματα τρελά
Λαμποκοπώντας και χορεύουν, με μουτσούνες και φτερά
Δαιμόνια, δαίμονες, παιδιά και, πάσης φύσεως, ξωτικά

Εμείς οι ίδιοι!

Ένας καθρέφτης ραγισμένος … Δάκρυα


Ελένη Σεμερτζίδου

ΔΕΝ ΚΛΑΙΩ

Δεν κλαίω για σένα, κοριτσάκι μου

Κλαίω γιατί, όταν τα μάτια σου στο φεγγαρόφωτο τα στρέψεις

Αγνό το φως τους και, δειλά, όλη τη γη θε ν’ αγκαλιάσουν

Μα, αντί γι’ αυτό, εμέ το δείλι μ’ ανταμώνει, πονεμένο

Και, πιο πικρή, μου τραγουδάει η σελήνη



Δεν κλαίω για σένα, κοριτσάκι μου

Κλαίω γιατί στο πιο λαμπρό της χαραυγής σου ανασασμό

Άλικη θα ‘ρθει για να κλάψει, μεσ’ τα χέρια σου, η μνήμη.


(Για τη Μαριλένα)

Ελένη Σεμερτζίδου

ΦΟΒΑΜΑΙ

Φοβάμαι, φοβάμαι
Πέτρα που πέφτει και, δες, σκορπάει σε χίλια μύρια θυμητικά
Φοβάμαι
Του σάπιου φύλλου, οσμή θανάτου, φρικτή του κόσμου, η μυρωδιά

Φοβάμαι, φοβάμαι
Σπαθιά αστράφτουν και πολεμάνε, στήθος με στήθος, την εποχή
Φοβάμαι
Τα γκρίζα σπίτια, κελιά γινήκαν, σε μία γκρίζα απαντοχή

Φοβάμαι, φοβάμαι
Οι νότες φάλτσες, δένουν τις στείρες και χλιαρές φωνές
Φοβάμαι
Στόματα ανοίγουν, σαν αντιφέγγουν, οι μαύρες κι άδειες, ψυχρές καρδιές

Φοβάμαι, φοβάμαι
Νερό κυλάει κι ο μάταιος χρόνος, πόσο γοργά, σε προσπερνάει κι αυτός
Φοβάμαι
Το βλέμμα γέρνει και πάει ν’ αγγίξει ό,τι σιωπάει, σαν σου μιλάει, αυτός ο πλάνος μικρός θεός.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ

Τα λόγια τα περαστικά, στο χθες μην τα ταιριάζεις
Αταίριαστο το παρελθόν. Στο τώρα, μην το βάζεις
Πουλιά τινάξαν τα φτερά. Συρθήκαν στους ανέμους
Τα λόγια τα περαστικά, μιλούν στους φαντασμένους.

Κι αν ίσως κάνουν και φανούν … Και μια μορφή τους δώσεις …
Το πρόσωπό τους το πικρό, κρασί να το μερώσεις!
Γιατί στου κόσμου τα μικρά … Αυτά … τα σαλεμένα …
Τα λόγια τα περαστικά, σκορπάνε στον αιθέρα.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΞΠΡΕΣ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ

Πάρ’το και φύγε. Απόδρασε και ζήσε
Ξημέρωσε … Μα, το μεσονύχτι, εσένα ακόμη σε καλεί
Πάρ’το και απόδρασε. Τι περιμένεις;
Τα χέρια σου, ως πότε, τα κάγκελα της φυλακής, σαν όνειρο που γλίστρησε, θα πιάνουν;

Πάρ’ το και φύγε. Τρέξε ν’ αποδράσεις
Ξημέρωσε … Την άκομψη στολή σου φόρεσες και … τους δικαστές σου να εξαπατήσεις προσδοκάς
Προσδοκία λευτεριάς … Απόγνωση μιας μάταιης μαχαιριάς
Ξημέρωσε … Πήδηξε! Τις πόρτες του ανοίγει! Μέσα του, εσένα να συλλάβει!

Εξπρές μεσονυχτίου … Κορμί διάφανο, σ’ αφόρετη ζωή … Στις ράγες του, αιμόφυρτο, κυλάει …

Ελένη Σεμερτζίδου

ΠΑΝΤΑ Η ΚΑΡΔΙΑ

Άλλη μια μέρα … Γιατί να μην τελείωνε κι αυτή;

Πάντα η καρδιά. Σε δρόμο ξένο περπατώ …

Να φτάσω στο τέλος αποζητώ. Να βρω το τέλος που πληγώνει

Πάντα η καρδιά. Τι λείπει; … Άλλη μια μέρα … Και είμαι μακριά σου



Μακρινά … Μακρινά … Δώσε μου ένα λόγο

Ένα λόγο σου θέλω να τα φέρω όλα κοντά

Πάντα η καρδιά. Δεν θέλω ν’ αντισταθώ. Όχι, δεν θέλω πια

Άλλη μια μέρα … Άλλη μια μέρα … Δώσε μου ένα λόγο να σωθώ



Η δύναμη … Ποια δύναμη να κρύφτηκε στο χάος; … Πάντα η καρδιά

Δεν θέλω στη δύναμή μου να χαθώ … Τη δύναμη ν’ αντισταθώ …

Δώσε μου ένα λόγο … Ένα λόγο να ηττηθώ … Πάντα η καρδιά

Άλλη μια μέρα … Άλλη μια μέρα γεννιέται στη ζωή … Κι εγώ … μονάχη … μακρινή

Ελένη Σεμερτζίδου





ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΙΚΡΗ

Άκουγα … Εσένα άκουγα …
Κάτι σαν αντίο να παράκουγα
Άγγιξα … Εσένα άγγιξα …
Κάτι σαν πληγή που δεν την άντεξα

Νύχτωσε… Την πόρτα έκλεισα …
Ύστερα από χρόνια και στιγμές δεν σε ανέστησα
Πώς μπορώ να ζω σε άδεια φυλακή
Λες και, αγάπη μου, να ήσουνα πικρή.

Ελένη Σεμερτζίδου

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ

Στα βήματα τα σταθερά, στα γυαλισμένα μωσαϊκά
Στην άχνα, μιας ανήμερης, μοιραίας ιστορίας
Ρομαντικές αναπολήσεις, με φόντο την αλμύρα
Πόσο πολύ νοστάλγησες στο χθες σου να γυρνούσες
Σ’ εκείνη την ωραία, την παλιά την συμμορία, που ο έρωτας το γάντι του πετούσε
Κι αλαβάστρινο κορμί, στα πιο επιδέξια τα χέρια ξεψυχούσε
Πόσο πολύ νοστάλγησες το κόκκινο μιας δύσης που μεθούσε
Ωραία κι άπονη παλιά μου συμμορία, στη Σικελία κάποτε τα νιάτα σου τα ζούσες
Με περηφάνια κι αρχοντιά, τις σφαίρες μέσ’ τις σάρκες σου χωρούσες
Τις σφαίρες που τα όπλα σου τις σκόρπησαν τριγύρω
Στα άδικα και δίκαια σημεία των καιρών της …
Του χθες, του νου και του φευγάτου, ωραία συμμορία
Από τα θέρετρα του πλούτου ξεπροβάλεις, αντίλαλος που σκέπασαν τα χιόνια
Και, σήμερα, μαζί σου περπατάω, στον μάταιο τον γύρο του θανάτου

Ωραία … Ξεχασμένη … Και παλιά μου συμμορία

Ο ΜΥΧΟΣ

Σε νησίδες κι αν φωλιάζει, τη φωλιά του αναζητεί
Και το σούρουπο προσμένει, να ‘ρθει η νύχτα να τον βρει
Στο νερό θε να γεννήσει ολοστρόγγυλη γενιά
Και το βάρος του σαν χάσει, το πλερώνει με φτερά

Συμπαθής θαλασσοπόρος, το Αιγαίο κυβερνά
Και στον Βόσπορο τον βρίσκει ένα πείσμα του νοτιά
Δαρδανέλια θα διασχίσει, Μαύρη Θάλασσα εμπρός
Στα αφρόδιχτα θα πλέξει την ελπίδα καθενός

Μα, μπορεί να την γλυτώσει! Απ’ τ’ αγκίστρια να σωθεί!
Παραγάδια ν’ αψηφήσει και στον δρόμο του να μπει!
Σ’ εποχές που τον καλούνε, μιας ανέλπιστης πηγής
Παρουσία αποικίας, ζώσα ένδειξη φυγής.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΘΥΜΙΚΟ

Αθέατον και ανέμελον
Με δόση από θειάφι
Απρόσμενον και αχόρταγον
Κλεισμένο σε παλάτι

Αφύσικον και αγέρωχον
Και έμπλεον ελπίδος
Αειθαλές, πολύπλευρον
Στη φτώχεια και το χρήμα

Ακέραιον, πολυπαθές
Αποδομόν το όλον
Συμπλέοντος του πονηρού
Παρόντος του αιώνιου.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ ΔΕΝ Σ' ΑΦΗΝΟΥΝΕ

Οι γλάροι δεν σ’ αφήνουνε τη μέρα να ησυχάσεις
Μακραίνουν το ταξίδι σου, τον δρόμο μην τον χάσεις
Παλεύουν με τα κύματα, το ράμφος τους ορθώνουν
Ορέγεσαι τ’ ανήμερα, κι αυτοί σ’ αποκαρδιώνουν

Υμνούν τ’ απομεσήμερο, στον βράχο τους ν’ αράξεις
Τον κόσμο με τα εφήμερα, εσύ να τον αλλάξεις
Ζητάς περήφανη ψυχή και το δικό τους μάτι
Εκείνοι σ’ ανταμώνουνε στης ερημιάς το κάτι

Οι γλάροι δεν σ’ αφήνουνε τη μέρα να ησυχάσεις
Δεν σου χαρίζουν τα κλειδιά, τους ουρανούς να ψάξεις
Περιγελώντας τα μικρά, τα ύψη τραγουδούνε
Κάνεις να φύγεις μακριά, κι αυτοί σ’ ακολουθούνε.


Ελένη Σεμερτζίδου

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ

Στη φτέρνα που ακονίστηκε στης χαλασιάς τα χρόνια
Πάνω στην πέτρα, τη φτελιά, στης μοναξιάς τα όπλα
Αχός ακούστηκε, βαρύς, ο ήχος του ανέμου
Που σάρωνε στο έμπα του τη δόξα του πολέμου

Στα χίλια μύρια τα κορμιά, θαμμένα πεπρωμένα
Αντιλαλούσαν τα βουνά, τραγούδια πικραμένα
Στα χέρια της αναβροχιάς και της πικρής ανάγκης
Φυτρώσανε τα γιασεμιά μιας άδολης αγάπης

Και σε ρωτώ … Κι εσύ απαντάς …
Για μια αλήθεια, Θεέ μου
Λες κι ήτανε πολλά γραπτό
Να μου μιλάς στο δειλινό για κάθε φαντασμένο.

Ελένη Σεμερτζίδου

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Free Hit Counters
Free Counter

ΣΚΙΑΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ... ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΕΛΕΝΗ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ
Η Ελένη Σεμερτζίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Είναι Διδάκτωρ Λογοτεχνίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας και Τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος (ΕΛΒΕ), καθώς επίσης και της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Είναι εκπρόσωπος του ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΦΟΡΟΥΜ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ http://www.wif.gr/wif/ στο οποίο αρθρογραφεί και συνεργάτιδα στην ιστοσελίδα Λόγου (Λογοτεχνία, Ποίηση, Στίχοι, Τραγούδια ...) http://www.solega.gr/solega/, στην οποία αναρτά τα ποιήματά της, με το ψευδώνυμο FRINTA. Εργάζεται ως Βιβλιοθηκονόμος σε Νοσοκομειακή Βιβλιοθήκη. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στο περιοδικό ΦΩΝΟΓΡΑΦΟΣ, καθώς επίσης και σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και τη συγγραφή θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημα ΄΄Το Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημέριου΄΄ του Georges Bernanos κυκλοφορεί, από τις Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗΣ, σε μετάφραση της ιδίας, καθώς και η μελέτη της με τον τίτλο:΄΄Η λογοτεχνική μορφή και ο ρόλος του Εφημέριου, στο έργο του Γάλλου συγγραφέα, Ζώρζ Μπερνανός: συμβολή στη μελέτη της λογοτεχνικής μορφής του Ιερέα΄΄ . Η πρώτη της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο: ΄΄ΛΟΞΕΣ ΩΔΕΣ΄΄. «Το Πρώτο Χάραμα» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Προβολή πλήρους προφίλ

ΠΛΗΡΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ



Ελένη Β. Σεμερτζίδου







ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ



Ημερομηνία γεννήσεως: 26/05/1976



Τόπος γεννήσεως: Θεσσαλονίκη



Διεύθυνση κατοικίας: Μανουήλ Φίλη 24, Άνω Τούμπα, Τ.Κ. 543 52, Θεσσαλονίκη.



Διεύθυνση εργασίας:Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ», Βιβλιοθήκη, Στ. Κυριακίδη 1, Τ.Κ. 546 36, Θεσσαλονίκη.



Τηλέφωνα / Fax επικοινωνίας / Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου:2310 931-371, 2311 202-585 (οικ.), 2310 993-109 (εργ.), κινητό: 6977891160 Fax: 2311 202-585, E-mail: elenisemer@gmail.com



URL: www.elenisemer.blogspot.com

http://www.seeleni.blogspot.com/






ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ





2006: Διδάκτωρ του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης & Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας. Θέμα διδακτορικής διατριβής: «Η Λογοτεχνική Μορφή και ο Ρόλος του Εφημέριου, στο Έργο του Γάλλου Συγγραφέα, Ζώρζ Μπερνανός (1888-1948)». Βαθμός Διδακτορικού Διπλώματος: Άριστα.



1999 – 2001: Πτυχίο Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας του Τμήματος Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας. Βαθμός Πτυχίου: Επτά και εννέα δέκατα (7 9/10)



1994 - 1998: Πτυχίο Βιβλιοθηκονομίας της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης (Α.Τ.Ε.Ι.Θ.) Βαθμός Πτυχίου: Οχτώ και εννέα δέκατα (8 9/10).



1997 – 1998: Πιστοποιητικό Σπουδών Παρακολούθησης Τμήματος Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών – Γενικής Κατεύθυνσης, στο Εκπαιδευτικό Κέντρο Υπολογιστών & Πληροφορικής Θεσσαλονίκης, LCPC. Βαθμός Πιστοποιητικού Σπουδών: Εννέα και πέντε δέκατα ( 9 5/10 ).







ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ





Από 13-10-2009 – έως σήμερα:



Θέση:

Ø Βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ», Κλάδος Π.Ε. Βιβλιοθηκονόμων (Μόνιμη Υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ.).





Από 01-03-2000 – έως και 12-10-2009:



Θέση:

Ø Υπεύθυνη της Ιατρικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, Κλάδος Π.Ε. Βιβλιοθηκονόμων (Μόνιμη Υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ.).

Αρμοδιότητες:

Ø Συγκρότηση, οργάνωση και διοίκηση της Ιατρικής βιβλιοθήκη του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.

Ø Εκπαίδευση χρηστών στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες της Ιατρικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.

Ø Σχεδιασμός και λειτουργία ηλεκτρονικών συστημάτων για την δημιουργία, σύνθεση, συλλογή, ταξινόμηση, αποθήκευση, συντήρηση, πρόσβαση, αναζήτηση, ερμηνεία, παρουσίαση και τέλος την ελεύθερη και ταχεία ροή της πληροφορίας, με όλα τα μέσα και τις δυνατές πηγές, είτε τοπικές είτε απομακρυσμένες.

Ø Παροχή υπηρεσιών υποστήριξης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου των χρηστών της Ιατρικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.

Ø Οργανωτική Υπεύθυνη Προγράμματος Κινητής Δανειστικής Βιβλιοθήκης για ασθενείς και συνοδούς ασθενών του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.

Ø Επόπτρια Πρακτικής Άσκησης φοιτητών του Τμήματος Αρχειονομίας-Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας, καθώς επίσης και σπουδαστών του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας & Συστημάτων Πληροφόρησης του ΑΤΕΙΘ.

Ø Επόπτρια αποφοίτων του Τμήματος Αρχειονομίας-Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας, διορισμένων με σύμβαση στην Ιατρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, μέσω του Προγράμματος STAGE.



01/04/1998 – 30/09/1998:

Ø Πρακτική άσκηση στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.).





ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ



Ø 16-10-2006 έως και 04-07-2008: Εργαστηριακή Συνεργάτιδα του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Α.Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης, με γνωστικό αντικείμενο «Πηγές πληροφόρησης: Ανθρωπιστικές Επιστήμες».



Ø 12-7- 2004 έως 7-2-2006: Οργανωτική Υπεύθυνη του Προγράμματος STAGE Αρχειονόμων-Βιβλιοθηκονόμων στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας.



Ø 12-7-2004 έως 7-2-2006: Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Αρχειονόμων-Βιβλιοθηκονόμων μέσω STAGE. Σύνολο εκπαιδευτικών ωρών: διακόσες σαράντα (240) ώρες.



Ø 1-4-2003 έως και σήμερα: Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των Εθελοντών της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού του Τμήματος Λάρισας, στα πλαίσια της Οργάνωσης και Λειτουργίας Κινητής Δανειστικής Βιβλιοθήκης.



Ø 2003-2005: Οργάνωση και Συμμετοχή σε Ομάδα Λογοτεχνίας Παιδιών, σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολόγων του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.





ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ



Ø Τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος (ΕΛΒΕ), από τις 16-10-2008 - .



Ø Μέλος της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, από τις 22-06-2009 - .

Ø Μέλος του Διεθνή Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού για την Ανάπτυξη του Πνεύματος και της Τέχνης «ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ», από τις 06-12-2010 - .







ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ





Ø «Russian Literary Resources: a reference companion», Helen Semertzidou, Library Review, 2008, v.57 (4): 306-315.



Ø «Electronic and Digital Resources in the Humanities», H. Semertzidou, A. Togia, Electronic Journal of Academic and Special Librarianship, 2009, v.10 (2).







ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΩΝ



Ø 28/03/2008: Ημερίδα: Καβάλα: «Οι Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες στη μετά ΕΠΕΑΕΚ εποχή».



Ø 18/10/2007 – 19/10/2007: Διημερίδα: Σύρος: «Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες: από την Κοινωνία της Πληροφορίας στην Κοινωνία της Γνώσης».



Ø 17/05/2007 – 18/05/2007: Συνέδριο HELEXPO: Θεσσαλονίκη: «Οι Βιβλιοθήκες – Σταυροδρόμι Πολιτισμών».



Ø 01/11/2006 – 03/11/2006: 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Πάτρα: «Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες και Κοινωνίες των Πολιτών: δημιουργώντας δεσμούς γνώσης, δημοκρατίας και πολιτισμού στο ψηφιακό περιβάλλον».



Ø 21-10-2005: Ημερίδα: Βέροια: «Δημιουργώντας ένα νέο περιβάλλον: πολιτιστικοί φορείς, νέες τεχνολογίες και ανάπτυξη».



Ø 13/10/2004 – 15/10/2004: 13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Κέρκυρα: «Μετα-Βιβλιοθήκες: οι Βιβλιοθήκες μετά το Διαδίκτυο και τον Παγκόσμιο Ιστό: προς μια νέα λογική συγκρότησης, λειτουργίας και εργαλείων».



Ø 12/11/2003 – 14/11/2003: 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Σέρρες: «Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες: επεκτείνοντας τα όρια».



Ø 06/11/2002 – 08/11/2002: 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Λάρισα: «Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες Ανοικτής και Συνεχούς Πρόσβασης ».



Ø 15/10/2001 – 17/10/2001: 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Θεσσαλονίκη: «Το Μάνατζμεντ στις Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες».



Ø 18/12/2000 – 20/12/2000: 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Αθήνα: «Σύνδεση Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών με την Εκπαιδευτική Διαδικασία».



Ø 30-11-2000: 1η Ημερίδα Ιατρικών Βιβλιοθηκονόμων: Αθήνα: «Οι Ελληνικές Ιατρικές Βιβλιοθήκες στο κατώφλι του επόμενου αιώνα: προβληματισμοί & προοπτικές».



Ø 04/11/1998 – 06/11/1998: 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών: Βόλος: «Οργάνωση και Συνεργασία Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών στην Ψηφιακή Εποχή».





ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ – ΒΡΑΒΕΙΑ



2010: Απονομή Α΄ Βραβείου Θεατρικού Έργου στον 26ο Διαγωνισμό Λόγου και Τέχνης «ΤΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2010» του Διεθνούς Πολιτιστικού Οργανισμού «Το Καφενείο των Ιδεών», υπό την αιγίδα του Δήμου Σαλαμίνας.


2010: Απονομή Α΄ Επαίνου στον Διαγωνισμό Ποίησης της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας, με θέμα: «Ο κόσμος των άστρων» (17 Φεβρουαρίου 2010).



2009: Απονομή Τιμητικής Διάκρισης στον Διαγωνισμό Ποίησης της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, με θέμα: «Αμφικτυονίες - Ολυμπιακή ιδέα, δύο πανάρχαιοι διαχρονικοί θεσμοί» (4 Δεκεμβρίου 2009, Α΄ Παγκόσμιο Συνέδριο των Αμφικτυόνων).


2006: Απονομή βραβείου στον Μεγάλο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της εφημερίδας Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ σε συνεργασία με τον Εκδοτικό Οίκο ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ (22 Ιουλίου 2006, με το μυθιστόρημα: «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΑΡΑΜΑ»).



2006: Απονομή βραβείου στον Μεγάλο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της εφημερίδας Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ σε συνεργασία με τον Εκδοτικό Οίκο ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ (23 Ιουλίου 2006, με το μυθιστόρημα: «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ»).



2000: Απονομή βραβείου για τη διάκριση στις σπουδές κατά το ακαδημαϊκό

έτος 1997 – 1998 (Γ΄ έτος) φοιτήσεως στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας

του Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης.



1998: Απονομή βραβείου για τη διάκριση στις σπουδές κατά το ακαδημαϊκό

έτος 1995 – 1996 (Β΄ έτος) φοιτήσεως στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας

του Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης.



1994 – 1998: Διατήρηση της υποτροφίας (Ι.Κ.Υ.) κατά την διάρκεια και των

τεσσάρων ετών στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του Α.Τ.Ε.Ι.Θ.



1994: Υποτροφία εισαγωγής (Ι.Κ.Υ.), από Πανελλαδικές εξετάσεις, στο

Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης.



1988 – 1991: Απονομή βραβείων για τις άριστες επιδόσεις στην κιθάρα.





ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ - ΑΣΧΟΛΙΕΣ



Ø Συγγραφή μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και ποιημάτων.



Ø Μελέτη Λογοτεχνίας – Φιλοσοφίας – Θεολογίας - Ψυχολογίας.



Ø Ενασχόληση με κλασική και ακουστική κιθάρα.































΄΄ΜΟΥΣΩΝ ΜΕΛΑΘΡΟΝ΄΄ (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

΄΄ΜΟΥΣΩΝ ΜΕΛΑΘΡΟΝ΄΄ (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΕΛΒΕ)

«ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ» ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

«ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ» ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ  (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ? (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ? (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)
Για να δούμε τι θα δούμε ...

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ (ΠΙΕΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)
... Γιατί όλοι μπορούμε και να διαβάσουμε και να γράψουμε ...

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ
Διαδικτυακή Αυτοέκδοση (ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ)

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

Ξεδιπλώνοντας τις σελίδες των έργων της ...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


«Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια αποστολή, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι αυτή. Μην κάνεις το λάθος να ψάξεις να βρεις το μονοπάτι σου, διαβαίνοντας τα μονοπάτια άλλων ανθρώπων…».



« … Δεν κατάφερα ποτέ να ξεχάσω την εικόνα εκείνου του Φθινοπωρινού απογεύματος δίπλα στην θάλασσα, την ώρα που ο ήλιος έδυε. Ήταν πολύ όμορφη στιγμή. Ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου. Όσες στιγμές και αν ακολούθησαν αργότερα μετά από χρόνια, καμιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει το αίσθημα εκείνου του απογεύματος, μιας ημέρας του Οκτώβρη. Ίσως γιατί, όταν έκανα ξανά τον ίδιο περίπατο, δεν ήμουν πια είκοσι πέντε ετών. Η θάλασσα δεν είχε τον ρομαντισμό εκείνης της ημέρας. Δεν είχε τίποτα από την ηρεμία και την γαλήνη που θυμόμουν. Το αδιάβροχο που φόρεσα, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει τόσο ζεστό όσο εκείνο που είχα φορέσει κάποτε. Αλλά, ούτε το χέρι που έπιανε, μετά από χρόνια, το δικό μου, ήταν σαν το χέρι εκείνου … ».




Μπορεί μια παραλία ερημική να σμίξει με τις ζωές δύο ανθρώπων; … Μπορεί ένα κόκκινο αδιάβροχο να ζεστάνει τις ψυχές τους; …

Μια κηδεία … Μια συνάντηση … Ένας έρωτας …



Ο Στέφανος και η Άννα …


Ένα βροχερό, μελαγχολικό απόγευμα του Οκτώβρη, με τα ζοφερά χρώματα του θανάτου και του πένθους, θα τους φέρει κοντά …

Κάθε λέξη του γράμματος στάζει σαν βάλσαμο στη διψασμένη για γνώση ψυχή της Άννας. Η καθηγήτριά της στο Πανεπιστήμιο δε βρισκόταν πια στη ζωή. Οι συμβουλές που περικλείει στο ένα και μοναδικό γράμμα της με παραλήπτη την Άννα θα χαράξουν το δρόμο που θα ακολουθήσει η νεαρή κοπέλα. Η αγάπη θα έρθει απρόσμενα.

Το Πρώτο Χάραμα θα τους βρει σφιχταγκαλιασμένους, δίπλα στην ακτή… Τώρα η Άννα πρέπει να διασχίσει το μονοπάτι της, μακριά όμως από την αγάπη…






ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ
«Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου παρουσιάζεται σαν μια εφιαλτική πινακοθήκη προσώπων, καθένα από τα οποία, σε μια δεδομένη στιγμή, προδίδει όχι μόνο τα βαθιά αισθήματα του ήρωα, του νεαρού επαρχιακού εφημέριου του Αμπρικούρ, αλλά και την υπερφυσική μοίρα του κάθε πλάσματος … Μόνο το χέρι της Θείας Χάριτος έχει την εξουσία να ανοίξει ρωγμές στα αόρατα τείχη που οι άνθρωποι χτίζουν μέσα τους … Το υπερφυσικό χάρισμα του νεαρού ιερέα είναι να αναγκάσει τις ψυχές των ενοριτών του, στη μικρή γαλλική επαρχία του Αμπρικούρ, να παραιτηθούν από τις προφυλάξεις, με τις οποίες έχουν περιφράξει την ζωή τους, και να σταθούν απέναντι στην προοπτική της σωτηρίας τους. Εξού και οι συγκρούσεις που οριοθετούν το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, που δεν είναι παρά εκδηλώσεις συγκεκριμένες της Χάριτος, έτσι όπως πρακτικά αυτή εφαρμόζεται». Ελένη Σεμερτζίδου Λογοτέχνης - Μεταφράστρια

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ, ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ, ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ
Ο Ζώρζ Μπερνανός, ευαισθητοποιώντας τον άνθρωπο για την γήινη πορεία του, αποκαλύπτει μια αιώνια αλήθεια, ότι σ’ αυτήν την ζωή μπορούν όλα να χαθούν ή όλα να κερδισθούν από τον ίδιο τον άνθρωπο, και αυτό είναι το μοναδικό μεγαλείο του ανθρώπου: να μπορεί να γίνει Θεός κατά Χάριν ή διάβολος από έπαρση.

ΛΟΞΕΣ ΩΔΕΣ

ΛΟΞΕΣ ΩΔΕΣ
Ποιητική Συλλογή

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΄΄ΛΟΞΕΣ ΩΔΕΣ΄΄

...Μείνε κοντά μου όσο πάει κι όσο αντέξεις.
Μείνε κοντά μου για όλα αυτά, που σαν παιδί, θα τα πιστέψεις.
Φύγε, όταν έρθει η ώρα αυτή, που δεν υπάρχει.
Είναι το όνειρο φτωχό να σε κρατήσει.
Είναι η αγάπη μου γερή να σ’ αγαπήσει....

Ελένη Σεμερτζίδου



«Την Ελένη Σεμερτζίδου γνώρισα πρόσφατα, μέσα από τη κοινή μας προσπάθεια για τη λογοτεχνία. Εξεπλάγην, όταν διαπίστωσα ότι διαθέτει και ποιητική φλέβα.

Νιώθω περήφανος για το ότι ξεκίνησε από τις διαδικτυακές ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ και, αντί, απλά, να αναδειχθεί ως ικανή ποιήτρια, ξεπέρασε τις προσδοκίες και ανέδειξε μόνη της την ίδια τη σελίδα.

Η σκέψη της, βαθύτατα διερευνητική για τις εκφάνσεις της ζωής και του πνεύματος, την καθιστά μία από τις μορφές που ανατέλλουν στο ποιητικό στερέωμα …»

Άγγελος Α. Σπάθης Ή ΣΟΛΕΓΓΑ

ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΟΤΙΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ...

ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΟΤΙΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ...
Ποιητική Συλλογή

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΄΄ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΟΤΙΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ...''

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα μεγαλοφυές έργο δεν φανερώνεται στην απόλυτη τελειότητά του … Φανερώνεται, κυρίως, στην απόλυτη πιστότητα προς τον εαυτό του … Στην απόλυτη εξάρτησή του από το ίδιο του το πάθος …

Αλλά και μια μεγαλοφυΐα δεν μπορεί, ποτέ, να είναι ελεύθερη … Όπως γράφει ο Τόμας Μαν: «Μόνο το αδιάφορο είναι ελεύθερο. Το ξεχωριστό δεν είναι ποτέ ελεύθερο. Φέρει τη δική του σφραγίδα, είναι οροθετημένο και αλυσοδεμένο» …

Αφήνω, λοιπόν, την ταλαντούχα Ποιήτριά μας αλυσοδεμένη και οροθετημένη στο δικό της πάθος …Και την ευχαριστώ, από τα βάθη της καρδιάς μου, που με βοήθησε να βρω, και εγώ μαζί με κείνη, τη δική μου «Αλλοτινή μητέρα … »

Τη δική μου Αλήθεια …

Μαγεύει η Ελένη το νερό
Μαζί και τον αέρα
Κρατάει στα χέρια ουρανό
Πατάει στη Γη και στο κενό
Και σε μυθώδη αποστροφή
Μαγεύει και τη μέρα.

Άγγελος Α. Σπάθης Ή ΣΟΛΕΓΓΑ
Ποιητής

ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ...

ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ...
Ποιητική συλλογή

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΄΄ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ...΄΄

Η Ελένη Σεμερτζίδου, με τη λοξή μα και γλαφυρή γραφή της, συνεχίζει με επιτυχία.

Σ’ αυτό το τρίτο ποιητικό της έργο, μας μεταφέρει όλους σε ένα ξέφωτο, που ο καθένας μας ποθεί, μακριά από την πεζότητα της ζωής του …

Σε ένα ξέφωτο θα βγω … Το πόθησα για χρόνια.
Θα είν’ ανέμελο το φως. Θα λάμπει όλη η χώρα.
Εκεί θα ‘ρθώ και θα σταθώ με χέρια απλωμένα,
που άνεμοι θα τα κουνάν και θα μιλούν για σένα …

Η Ποιήτρια μας, πάντοτε ευαίσθητη στην αγάπη, περιγράφει πόσο τραυματικά είναι τα συμπτώματα της αληθινής αγάπης, όταν αυτή δυσκολεύεται να εκδηλωθεί. Περιγράφει με σαφήνεια ότι προκαλεί ένα επώδυνο τραύμα, το οποίο, όμως, όσο και αν αιμορραγεί, η ίασή του βρίσκεται, πάντα, σ’ ένα φιλί …

Μην αδικείς τον ήλιο, που όλο λάμπει το πρωί!
Μην αδικείς το χώμα, που το νότισε, μια νύχτα, η βροχή!
Κυλούν, γελώντας, τα παιδιά αυτού του κόσμου, της μοναξιάς το τσέρκι …
Πάρ’ το στα χέρια σου και κύλησέ το στο δρόμο της ζωής, τραγούδια τραγουδώντας …

Το τραύμα αυτό που αιμορραγεί, γλυκά θα στο φιλήσω …


Την ευχαριστούμε, από καρδιάς, για άλλη μια φορά.


Άγγελος Α. Σπάθης Ή ΣΟΛΕΓΓΑ
Ποιητής

Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΠΟΥ ΤΟΛΜΑ

Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΠΟΥ ΤΟΛΜΑ
Ποιητική συλλογή σε ηλεκτρονική έκδοση (ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ)

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ
Ποιητική συλλογή σε ηλεκτρονική αυτοέκδοση (ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ)

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ποιητική συλλογή σε ηλεκτρονική αυτοέκδοση (ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ)

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΙΝΟΥ ΦΑΡΟΥ - ΠΟΓΚΡΟΜ - ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΟΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Το μεγαλείο και το ανεξερεύνητο του
ανθρώπινου γίγνεσθαι, βυθοσκοπημένο μέσα
από την α-λυτρωτικά επώδυνη, σκεπτική και
πολλές φορές σκωπτική γραφή της Ελένης
Σεμερτζίδου, εν πολλοίς αποτελεί σημείο
αναφοράς για μια κατ΄ ιδίαν εξομολόγηση. Σε
μια εποχή που όλα σχεδόν έχουν ειπωθεί, το
μόνο παρήγορο καταφύγιό μας, είναι το
μετα-φυσικό σύμπαν και η άχρονη - άυλη στοργή και προστασία που μας παρέχει.

Με τα τρία επιμέρους μυθιστορήματα της
παρούσας ενότητας, η Ελένη Σεμερτζίδου,
από τίτλο σε τίτλο, επιχειρεί και καταφέρνει
μια λεπτομερή διερεύνηση της λογικής των
μορφών των ηρώων της, που πλανώνται
κυρίως στη σφαίρα του μεταφυσικού, μέσα
όμως από ένα καθημερινό σύστημα οικείων
φυσικών αναφορών.

Το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα στον
αναγνώστη να «ξαναδιαβάσει» την ανθρώπινη
ψυχή και το μεγαλείο της μέσα από ένα
σύμπαν ιδιαίτερης γοητείας, έντασης
και έμπνευσης που τόσο έξοχα περιγράφει η γραφίδα της Ελένης Σεμερτζίδου.


Κιντάπογλου Γιάννης

Αρχειοθήκη ιστολογίου

  • ►  2025 (8)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (3)
    • ►  Ιανουαρίου (2)
  • ►  2024 (21)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Μαΐου (5)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (7)
    • ►  Ιανουαρίου (3)
  • ►  2023 (13)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (3)
    • ►  Φεβρουαρίου (4)
    • ►  Ιανουαρίου (3)
  • ►  2022 (15)
    • ►  Δεκεμβρίου (3)
    • ►  Νοεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (1)
    • ►  Ιουλίου (3)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Απριλίου (3)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2021 (5)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιουνίου (2)
  • ►  2020 (2)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2019 (3)
    • ►  Νοεμβρίου (2)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2017 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2016 (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2014 (7)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Αυγούστου (1)
    • ►  Ιουνίου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2013 (5)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (3)
  • ►  2012 (3)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιουνίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ▼  2011 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Ιουνίου (1)
    • ▼  Απριλίου (1)
      • Ο ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΣΕ ΠΟΙΗΣΗ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΜΕΡ...
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2010 (2)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2009 (5)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Αυγούστου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (3)
  • ►  2008 (4)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (3)

Subscribe Free
Add to my Page
Θέμα Φανταστικό Α.Ε.. Από το Blogger.